Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Το βιβλίο της Γιάννας -> Τους «καρφώνει» όλους με τις γόβες της

Πριν επιδοθεί κάποιος στην ανάλυση των πιθανών κινήτρων που ώθησαν την κυρία Αγγελοπούλου να εκδώσει την αυτοβιογραφία της, μια διαπίστωση έρχεται σχεδόν αυθόρμητα: αν το βιβλίο «Το Ελληνικό μου Δράμα» είναι, όπως λέει η ίδια, «μια ιστορία ζωής και αγάπης, επιτυχίας και αποτυχίας, προδοσίας και δικαίωσης, απομνημονεύματα που αφορούν εξίσου στην πορεία της Ελλάδας όσο και στη δική μου», φαίνεται πως δεν είναι μόνο η Ελλάδα που δυσκολεύεται να ξεπεράσει τους Ολυμπιακούς του 2004 αλλά και η ίδια. Διότι ένα κομμάτι μεγαλύτερο από το μισό του βιβλίου της είναι αφιερωμένο...
στο πριν, στη διάρκεια και το μετά αυτής της ανεπανάληπτης και καθ’ οιονδήποτε τρόπο κρίσιμης διοργάνωσης. Καθώς, μάλιστα, το «Ελληνικό μου Δράμα» επί του παρόντος κυκλοφορεί μόνο στα αγγλικά, αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να καταλάβει ένας μη Ελληνας διαβάζοντας τις περιπέτειες της γυναίκας που ανέλαβε να διευθύνει μια παρανοϊκά μεγάλη και σύνθετη επιχείρηση όπως η προετοιμασία μιας ολόκληρης χώρας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η κυρία Αγγελοπούλου φαίνεται εκ προοιμίου αποφασισμένη να μη χαριστεί σε κανέναν, όσο υψηλά ιστάμενος και αν υπήρξε, όσο προβεβλημένος ή περιβεβλημένος με κύρος και αν εξακολουθεί να είναι. Καθώς διηγείται το «Ελληνικό της Δράμα», η κυρία Αγγελοπούλου δεν διστάζει να περάσει γενεές δεκατέσσερις πρωθυπουργούς, υπουργούς, πολιτικά και λοιπά πρόσωπα που στάθηκαν εμπόδιο στην απόπειρά της να προσφέρει τις ύψιστες δυνατές υπηρεσίες στην πατρίδα της.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΣΚΙ ΚΑΙ ΣΚΙΤΣΑ  ΑΛΑ ΛΑΡΑ ΚΡΟΦΤ 

Εμμέσως λοιπόν ο αλλοδαπός αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι η Ελλάδα, αναμφισβήτητα, όταν θέλει μπορεί, αλλά συνήθως παραμένει έρμαιη των μεθοδεύσεων μικροπρεπών και ανάξιων πολιτικών ηγετών. Προκειμένου να ολοκληρωθεί μια σημαντική δουλειά και να μην πνιγεί στη διαφθορά, στη γραφειοκρατία, στην ανικανότητα ή σε όλα αυτά μαζί, χρειάζεται ένας ηγέτης -εν προκειμένω μια ηγερία- με την πυγμή και την αποφασιστικότητα της κυρίας Αγγελοπούλου. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται, σχεδόν αιφνιδιαστικά, όταν εκείνη γράφει, με κυνική σχεδόν ειλικρίνεια, ότι «η δημόσια προσφορά ήταν το όνειρό μου από παιδί και έγινε το έργο ζωής μου ως ενήλικης. Εχω επιστρέψει σε αυτή την αρένα, ελαφρώς τραυματισμένη αλλά πολύ πιο σοφή λόγω των εμπειριών μου. Είμαι πεπεισμένη πως όχι μόνο μπορώ να κάνω εγώ τη διαφορά, αλλά επίσης ότι εγώ μπορώ να κάνω τη διαφορά στη ζωή ηγετών που θα ξεχωρίζουν και που αυτοί με τη σειρά τους θα κάνουν τη διαφορά στη ζωή πολύ περισσότερων ανθρώπων». Οι συγκεκριμένες φράσεις ακούγονται περισσότερο σαν πολιτικό μανιφέστο παρά σαν στιγμή του «ελληνικού της δράματος».

Φυσικά, η κυρία Αγγελοπούλου δεν παραλείπει να υπενθυμίσει την τάξη της, προσθέτοντας αριστοτεχνικά πινελιές χλιδής στο κείμενο του βιβλίου της: Ο Yves Saint Laurent, ο Valentino, ο Hermes κ.λπ. παρελαύνουν στις σελίδες του «My Greek Drama» δίπλα στον Κώστα Σημίτη, στον Δημήτρη Αβραμόπουλο ή στην Ντόρα Μπακογιάννη και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Και για όσους θαμπωθούν από τη λάμψη των μαργαριταριών και δυσκολευτούν να διαβάσουν ανάμεσα στις γραμμές, η τελευταία φράση του βιβλίου βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Η κυρία Αγγελοπούλου, παραθέτοντας ένα χωρίο από την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, δηλώνει ότι όχι μόνο είναι έτοιμη, αλλά έχει καθήκον να αναλάβει δράση: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».

Κώστας Καραμανλής: ήθελε να φύγει από το Μαξίμου 

«Αντίθετα από άλλους ιδιοκτήτες ΜΜΕ που χρησιμοποιούσαν τη δημόσια επιρροή τους για τα ιδιωτικά οικονομικά τους συμφέροντα, εμείς είχαμε προ πολλού αποφασίσει να στρέψουμε τα επιχειρηματικά μας ενδιαφέροντα μακριά από την Ελλάδα. Η πρόθεσή μας με την εφημερίδα ήταν να ενθαρρύνουμε την κυβέρνηση της Ν.Δ. στις προσπάθειές της να γίνει πιο κεντρώα, πιο ανοιχτόμυαλη και πιο προοδευτική. [...] Το πράγμα δεν δούλεψε. Η κυβέρνηση πίστευε ότι δεν υπήρχε λόγος να εμπλέξει μια εφημερίδα που, ούτως ή άλλως, ήταν στο πλευρό της. Παραπονεθήκαμε επανειλημμένως και τελικά ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής δέχτηκε να μιλήσει με κάποιον από την εφημερίδα μας στο Μέγαρο Μαξίμου. [...] Ο πρωθυπουργός καθόταν στην πολυθρόνα του και δίπλα του ο Γιάννης Παπουτσάνης, στην άκρη ενός καναπέ. Καθώς η συζήτηση τελείωνε, ο Γιάννης ζήτησε από τον πρωθυπουργό να επιλέξει εκείνη τη μία και μόνη στιγμή της προεδρίας του που θα διατηρούσε για πάντα σαν ανεκτίμητη αφότου είχε ολοκληρώσει τη θητεία του. Ηταν αυτό που οι δημοσιογράφοι ονομάζουν “ερώτηση-πάσα”, κάτι που δεν θα δυσκόλευε κανέναν πολιτικό, πόσο μάλλον έναν βετεράνο όπως ο πρωθυπουργός. Του έδωσε την ευκαιρία να δείξει την ανθρώπινη πλευρά του ενώ την ίδια στιγμή μοιραζόταν κάτι που ήταν στ’ αλήθεια πολύτιμο για τον ίδιον. Ωστόσο, η ερώτηση φαίνεται ότι αναστάτωσε τον Καραμανλή. Σκέφτηκε για αρκετή ώρα πριν σκύψει προς το μέρος του Γιάννη και, χτυπώντας τον φιλικά δύο φορές στο πόδι -σημάδι πως ήταν έτοιμος να εκμυστηρευτεί κάτι που ήταν ταυτόχρονα προσωπικό αλλά και προαποφασισμένο- “η πιο ευτυχισμένη στιγμή για μένα”, είπε, “θα είναι όταν θα φεύγω από εδώ μέσα”. Ο Γιάννης Παπουτσάνης έπαθε σοκ. Εγώ δεν εξεπλάγην τόσο πολύ, εκτός ίσως από το ότι ο πρωθυπουργός παραδεχόταν ανοιχτά κάτι τέτοιο. Ο ελληνικός λαός τού είχε δώσει μια ιστορική ευκαιρία να ηγηθεί ενός έθνους έτοιμου να λειτουργήσει διαφορετικά, με μια καινούργια νοοτροπία [...] Κι εκείνος σιχαινόταν και μόνο την ιδέα ότι θα ήταν ο ηγέτης του».
Σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου η κυρία Αγγελοπούλου σημειώνει: «Ο πρωθυπουργός έκανε αμέσως νόημα στον δήμαρχο Αθηναίων, τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, και τον ενημέρωσε για την πρόταση που μου είχε κάνει και ότι την είχα δεχτεί. Το πρόσωπο του δημάρχου έγινε άσπρο - άσπρο με την απόχρωση του θυμού. Γρήγορα όμως ανέκτησε το ευπρεπές προσωπείο του και κάλεσε τον Θόδωρο και εμένα σε δείπνο.

Το γεύμα ήταν μια περίεργη υπόθεση σε ένα πολυνησιακό εστιατόριο, με τον Αβραμόπουλο να σπαταλά ολόκληρη τη βραδιά για να μας εξηγήσει πόσο επικίνδυνη ήταν η αποστολή που αναλάμβανα και τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να το ξανασκεφτώ. Κατόπιν, όταν ο Θόδωρος ρώτησε ποια ήταν η εντύπωσή μου, του είπα ότι ο δήμαρχος δεν ήθελε να αναλάβω τη δουλειά επειδή προφανώς είχε τον τότε πρόεδρο και την επιτροπή διεκδίκησης των Ολυμπιακών του 2004 στο τσεπάκι του. “Θέλει να έχει αυτός τον έλεγχο”, είπα, “με φοβάται”. Ισως εγώ θα έπρεπε να τον φοβόμουν περισσότερο. Αποδείχθηκε ότι ήταν ο πολιτικός που δεν ξεφεύγει ούτε χιλιοστό από τους τύπους, που δεν κάνει τίποτα από την πραγματική δουλειά, αλλά που δεν χάνει την ευκαιρία να καρπωθεί τα εύσημα για τα επιτεύγματα των άλλων. Θα είχα παρόμοια προβλήματα με άλλη μία δήμαρχο Αθηναίων, την Ντόρα Μπακογιάννη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Παρόλο που οι πολιτικοί θα καταπίεζαν μονίμως τη δουλειά μου, θα υποτιμούσαν τις ικανότητες και την ορμή μου, τελικά όμως θα αποτύγχαναν να υπονομεύσουν την επιτυχία μου».

Για τις κατασκευαστικές
«Δεν είχαν έλεος»
«Ανάγκασαν την κυβέρνηση να ανεβάσει τις τιμές»
«Η Ελλάδα, μια μικρή χώρα, διαθέτει μόνο μια χούφτα κατασκευαστικών εταιρειών που θα μπορούσαν να εκτελέσουν την ποικιλία των έργων μέσα σε τόσο πιεστικές προθεσμίες. Και το εκμεταλλεύτηκαν αυτό. Εδειχναν να συμπεριφέρονται με έναν ενορχηστρωμένο τρόπο. Ανάγκαζαν την κυβέρνηση να χορεύει στον ρυθμό που αυτές της όριζαν και χρησιμοποίησαν τη θέση τους για να επηρεάσουν τις αναθέσεις, το κοστολόγιο και να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες της κυβέρνησης.

Συνέβη πολλές φορές οι διαγωνισμοί να αποβαίνουν άγονοι έως ότου οι τιμές ανέβαιναν σε ένα επίπεδο που οι εταιρίες θεωρούσαν αποδεκτό. Η κυβέρνηση απλώς δεν είχε την εμπειρία, τη γνώση, την ισχύ ή, ενδεχομένως, την πολιτική πυγμή να ορθώσουν ανάστημα σε αυτές τις επιχειρηματικές συμμαχίες, ειδικά καθώς τα ΜΜΕ ήταν συχνά κομμάτι αυτής της ενορχήστρωσης. Ημασταν στο έλεος των κατασκευαστικών εταιρειών - μόνο που αυτές δεν είχαν κανένα έλεος. Σε όλα τα έργα που ήταν οριακά ως προς την προθεσμία τους απαιτήθηκαν διπλές και αργότερα τριπλές βάρδιες προκειμένου να είμαστε βέβαιοι ότι θα ολοκληρωθούν στην ώρα τους. Οι προμηθευτές ένιωθαν ελεύθεροι να υπερχρεώνουν υλικά και μεταφορικά. Οι υπερβάσεις του κοστολογίου ήταν τεράστιες. Και οι ψίθυροι φούντωναν ότι χειροτέρευαν ακόμη περισσότερο εξαιτίας των δωροδοκιών σε διαπλεκόμενα κυβερνητικά στελέχη. Σαν να μην πλήρωνε ήδη αρκετά η Ελλάδα, η κυβέρνηση πρόσφερε ειδικά “μπόνους” σε εργολάβους για την έγκαιρη και εντός προδιαγραφών παράδοση των έργων που είχαν αναλάβει. Ο χρόνος μετρούσε ανάποδα για τους Ολυμπιακούς και το κόστος της υποδομής ήταν ήδη ένα μεγάλο ζήτημα. Πρότεινα στον πρωθυπουργό να εξετάσει το ενδεχόμενο ιδιωτικών επενδυτικών πρωτοβουλιών, μια μέθοδο συγχρηματοδότησης έργων δημόσιας υποδομής από ιδιωτικά κεφάλαια. Αργότερα τα έργα θα περνούσαν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις έναντι ενοικίου. Αλλά ο Σημίτης δεν ήθελε να ακούσει τίποτα γι’ αυτό το ζήτημα. “Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε”, μου είπε. “Τι θα πουν κοινό και ΜΜΕ;”»

Κώστας Σημίτης - Νίκος Χριστοδουλάκης:
«ΝΑ ΦΟΡΑ ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΗΣ»

«Τελικά άρχισα να πείθομαι ότι ο πρωθυπουργός, τουλάχιστον με την καρδιά του, υποστήριζε τις προσπάθειές μου. Ωστόσο, η μετριοπαθής του προσέγγιση ήταν πρόβλημα για μένα. Παρόλο που έδινε την εντολή στους υπουργούς του να μου παρέχουν οτιδήποτε χρειαζόμουν, ο ίδιος παρέμενε απρόθυμος να τραβήξει αφτιά όταν εκείνοι παράκουγαν τις οδηγίες του. Οι κορυφαίοι εκ των συμβούλων του με αντιμετώπιζαν σαν ξένη και, ακόμη χειρότερα, σαν μέλος της αντιπολίτευσης. Θυμάμαι μια επίσκεψη στο γραφείο του Σημίτη για να διεκδικήσω τη χρηματοδότηση του γραφείου μας στο Ζάππειο, η οποία είχε ήδη εγκριθεί. Τον κοίταζα που σήκωσε το ακουστικό και τηλεφώνησε στον οικονομικό του σύμβουλο Νίκο Χριστοδουλάκη, ζητώντας εξηγήσεις για την καθυστέρηση της εκταμίευσης. Είδα τον Σημίτη να χαμογελά και να κουνά το κεφάλι του. Οταν έκλεισε το τηλέφωνο με διαβεβαίωσε ότι “ο Νίκος θα φροντίσει το ζήτημα”. Ο “Νίκος” δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση. Είχα φιλικές σχέσεις με έναν δημοσιογράφο που έτυχε να βρίσκεται δίπλα στον Χριστοδουλάκη όταν εκείνος σήκωσε το τηλέφωνο. Κι ενώ ο Σημίτης χαμογελούσε και έκανε νεύματα διαβεβαιώνοντάς με ευγενικά ότι θα έπαιρνα αυτό που ζητούσα, ο οικονομικός του σύμβουλος εξέφραζε ανοιχτά την απέχθειά του: “Εχω κι αυτή την πλούσια βρόμα που έρχεται εδώ και παίζει τα παιχνίδια της, λες και θα κερδίσουμε τη διοργάνωση των Ολυμπιακών”, έλεγε στους δημοσιογράφους. “Ανήκει στην αντιπολίτευση -σε αυτούς που έχουν όλο το χρήμα- και θέλει να ξοδέψουμε τα δικά μας λεφτά για να πετάει εκείνη από δω κι από κει με το ιδιωτικό της αεροπλάνο, να φορά τα διαμάντια της και να πίνει ποτά με τα σπουδαία πρόσωπα. Και στο τέλος θα χάσουμε τη διοργάνωση”. Οταν ο δημοσιογράφος τον ρώτησε τι σκόπευε να κάνει, ο Χριστοδουλάκης απάντησε: “Ο πρωθυπουργός θα ξεχάσει τι της υποσχέθηκε και εκείνη θα αναγκαστεί να ξαναπάει σ’ αυτόν και να παραπονεθεί ξανά από την αρχή”».

Γιώργος Παπανδρέου: για λίγη προβολή
«Από τη στιγμή που είχε αρχίσει να φαίνεται ότι η Αθήνα είχε αυξημένες πιθανότητες να κερδίσει τη διοργάνωση των Ολυμπιακών, ορισμένοι πολιτικοί ήθελαν να βγουν μπροστά. Ο Γιώργος Παπανδρέου, ο μετέπειτα πρωθυπουργός, ο οποίος ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών όχι μόνο επέμενε να είναι μαζί μας στη Λωζάννη, αλλά απαιτούσε να είναι μέλος της επιτροπής που θα παρουσίαζε την υποψηφιότητά μας. Είπα στον υπουργό Εξωτερικών “όχι” και αρνήθηκα να αλλάξω το πρόγραμμά μας. Εξοργισμένος από την απόρριψή μου, ο Παπανδρέου πήρε τηλέφωνο τον Σημίτη, ο οποίος προφανώς του απάντησε: “Είναι απόφαση της κυρίας Αγγελοπούλου”. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον ΓΑΠ και αποτάθηκε στον Σάμαρανκ, ο οποίος όμως ήταν καλά ενημερωμένος και του απάντησε: “Είναι απόφαση της Γιάννας”».

Ντόρα Μπακογιάννη - Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: αντιπάθεια και προδοσία
«Μια άλλη προσβολή που άκουγα υπερβολικά συχνά ήταν πως ήμουν ναρκισσίστρια που είχα θέσει υποψηφιότητα για το δημοτικό συμβούλιο μόνο και μόνο για να γίνω διάσημη. Αυτό ήταν εντελώς άδικο. Υπήρξαν πάρα πολλοί πολιτικοί που βρήκαν ανοιχτές πόρτες για τα δημόσια αξιώματα. [...] Ενα άτομο που δεν έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για μένα και δεν έμπαινε στον κόπο να το κρύψει ήταν η κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η Ντόρα Μπακογιάννη. Υπό την ιδιότητά της ως προϊσταμένη του πολιτικού του γραφείου, η Ντόρα είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να με εμποδίσει να έρθω σε επαφή με τον πατέρα της, όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα στην πολιτική. Το γεγονός αυτό εκείνη το αντιμετώπιζε σαν αποτυχία και δεν είχε σκοπό να την επαναλάβει. Ηταν έξαλλη που εγώ είχα έρθει στη Νέα Δημοκρατία χωρίς κομματικές διασυνδέσεις ή συστάσεις. Θεωρούσε το ότι ερχόμουν απέξω σαν βαρύ πολιτικό αμάρτημα. “Ποια είναι αυτή η Δασκαλάκη και τι θέλει; Πιστεύει ότι μπορεί να εκλεγεί μόνο και μόνο επειδή είναι όμορφη;” έλεγε στη μητέρα της με έναν μορφασμό αηδίας, χωρίς να νοιάζεται για το ποιος θα μπορούσε να την ακούει. Την έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αφτιά να με χαρακτηρίζει “θρασεία και ξεδιάντροπη”.
[…] Πίστεψα ότι είχα κερδίσει μια θέση στο ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 1989. Παρά τις όποιες αντιπάθειες που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα, ο αρχηγός του κόμματος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φαινόταν να ενστερνίζεται τις φιλοδοξίες μου. Επαίνεσε την ενέργειά μου και την αφοσίωσή μου και υποσχέθηκε ότι θα με περιελάμβανε στο ψηφοδέλτιο για τις επόμενες εκλογές. [...] Ενα πρωινό του Μαΐου, την ημέρα που η Ν.Δ. θα παρουσίαζε το ψηφοδέλτιό της, ο Μητσοτάκης με κάλεσε στο γραφείο του για αυτό που, όπως πίστευα, θα ήταν η επίσημη ευλογία του. [...] “Ξέρεις, Γιάννα, ήθελα πολύ να σε περιλάβω στο ψηφοδέλτιο”, άρχισε να λέει ο Μητσοτάκης, “αλλά δέχτηκα μεγάλη πίεση. Υπάρχουν άνθρωποι μεγαλύτεροι σε ηλικία από εσένα που περιμένουν περισσότερο καιρό αυτή την ευκαιρία”. Εάν ντρεπόταν έστω και ελάχιστα για το πώς με είχε παραπλανήσει δεν ήμουν σε θέση να το ανιχνεύσω. Ημουν τόσο ξαφνιασμένη, πληγωμένη και θυμωμένη για την προδοσία του -και ταπεινωμένη από την επιλογή του να μου ανακοινώσει την απόφασή του την τελευταία στιγμή- ώστε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν μπορούσα ούτε καν να μιλήσω. Απλώς καθόμουν απέναντί του και τον κοίταζα, με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό μου. Δεν μου είχε περάσει από τον νου ότι θα χρειαζόμουν αδιάβροχη μάσκαρα.  […] Κέρδισα εύκολα στις εκλογές του 1990, με ψήφους κατά 25% αυξημένες σε σχέση με την πρώτη μου υποψηφιότητα. Η Νέα Δημοκρατία είχε κερδίσει με μεγάλη διαφορά, επίσης. Και ένιωθα έως και χαρούμενη που έβλεπα τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη -έναν άνθρωπο που με είχε καθοδηγήσει σαν πνευματικός πατέρας αλλά και με είχε προδώσει- να αναλαμβάνει επιτέλους καθήκοντα πρωθυπουργού. Υπήρχε ειρήνη πλέον ανάμεσά μας και, εάν χρειάζονται επιπλέον αποδείξεις γι’ αυτό, θα γινόταν νονός στον δεύτερό μου γιο, τον Δημήτρη (σε μια μοναδική τελετή, στην οποία χοροστάτησε, για πρώτη φορά, ο Παναγιώτατος Βαρθολομαίος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης)».

Θόδωρος Πάγκαλος: αφερέγγυος και αχάριστος 

«Είχα προγραμματίσει να πάω στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ το 2000 μαζί με τον υπουργό που ήταν αρμόδιος για τους Αγώνες της Αθήνας 2004, τον Θεόδωρο Πάγκαλο, προκειμένου να επιδείξουμε ότι η Ελλάδα θα τιμούσε τη δέσμευσή της με ανανεωμένες δυνάμεις. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν εκείνος επικαλέστηκε κάποιες φτηνές δικαιολογίες και δεν ήρθε ποτέ στην Αυστραλία. Χρειάστηκε πολλή διπλωματία εκ μέρους μου προκειμένου να πείσω την υφήλιο ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει με τους Ολυμπιακούς, ενώ δεν υπήρχε εκεί κανένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης για να με υποστηρίξει. Κι αυτό συνιστούσε μεγάλη ειρωνεία, καθώς ο Πάγκαλος με είχε χρίσει πρέσβειρα το 1998 και ήταν φιλοξενούμενός μας στην Ιταλία, στη Βερόνα, απολαμβάνοντας Βέρντι, μία μόλις εβδομάδα πριν από το ταξίδι μας στην Αυστραλία!».

Ευάγγελος Βενιζέλος: αλαζών και πομπώδης 

«Είχα μια ιδιωτική συνάντηση με τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη και τον υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού Ευάγγελο Βενιζέλο. Τους παρουσίασα το σχέδιο για το πώς το κοινό θα ενημερωνόταν για τις αλλαγές που θα συνέβαιναν στην καθημερινότητά του, τις οποίες θα εφαρμόζαμε πριν και κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. [...] Ο Βενιζέλος ήθελε να περιμένουμε έως την τελευταία στιγμή πριν από τους Αγώνες και απλώς να περάσει τότε έναν καινούριο νόμο που θα όριζε όλες τις αλλαγές και θα προέβλεπε ποινές για τους παραβάτες. Είπα σε αυτόν και τον πρωθυπουργό ότι η ιδέα του ήταν απαράδεκτη. “Ο ελληνικός λαός δεν θα δεχτεί να του πουν τι να κάνει την τελευταία στιγμή”. Εκείνος επέμεινε και με το αλαζονικό και πομπώδες ύφος του, χωρίς καν να με κοιτάζει, είπε στον Σημίτη: “Το δικό μου σχέδιο είναι το καλύτερο”. Κι έτσι είπα και στους δύο ότι “εάν επιμείνετε σε αυτή την προσέγγιση, θα παραιτηθώ και κατόπιν μπορείτε να περάσετε τον νόμο την τελευταία στιγμή”.[…] Οι κοινοί άνθρωποι, οι απλοί Ελληνες, όλοι αυτοί που δεινοπαθούν εξαιτίας όσων νέμονται την εξουσία, δεν είχαν πρόβλημα μαζί μου. Απεναντίας, ακριβώς όπως τους υπηρετούσα από τη θέση μου στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας και στο Κοινοβούλιο, ένιωθα ότι είχα κερδίσει τόσο την αγάπη όσο και τον σεβασμό τους. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σημίτη δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι απολάμβανε ούτε την αγάπη, ούτε τον σεβασμό του λαού. [...]

Κατάλαβα πώς ένιωθε όταν μου πρότεινε μια παρανοϊκή και απρεπή πρόταση (η οποία ήταν ιδέα του Βενιζέλου). Η “Αθήνα 2004” είχε την ιδέα να μετατρέψει την αφή της ολυμπιακής φλόγας σε ένα παγκόσμιο γεγονός -για πρώτη φορά στην ιστορία δρομείς θα μετέφεραν τη δάδα σε πέντε ηπείρους-, κάτι που είχε προκαλέσει ενθουσιασμό διεθνώς. Ομως, το ελληνικό κομμάτι της λαμπαδηδρομίας, με όλη την ανυπομονησία του κοινού για τους Ολυμπιακούς που πλησίαζαν, δεν θα άρχιζε παρά μόνο μετά τις εθνικές εκλογές, δηλαδή πολύ αργά για να βοηθήσει τον Σημίτη. Ετσι λοιπόν ο πρωθυπουργός πρότεινε να οργανώσουμε μια λαμπαδηδρομία πολύ νωρίτερα, μεταφέροντας τη δάδα από την Ολυμπία στο Καλλιμάρμαρο, τον τόπο τέλεσης των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, μερικές μόνο ημέρες πριν οι ψηφοφόροι οδεύσουν προς τις κάλπες. Με όσο περισσότερο σεβασμό μπορούσα να δείξω, είπα στον πρωθυπουργό ότι αποκλειόταν μία επιπλέον λαμπαδηδρομία. Δεν θα μπορούσα να μετατρέψω μια ιερή ολυμπιακή παράδοση σε ένα πολιτικό εργαλείο για την κυβέρνηση - ή οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα. Οι Ολυμπιακοί ανήκαν στον ελληνικό λαό, όχι στην ελληνική κυβέρνηση».
Ηγετικές βλέψεις:άπλωσα τα χέρια μου στο πλήθος  και ήξερα οτι δεν κινδυνεύω,
ούτε εγώ, ούτε το δαχτυλίδι που φορούσα
Τα ολυμπιακά διαμάντια είναι παντοτινά
«Οταν ανακοινώθηκε ότι η Αθήνα θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς του 2004 χαθήκαμε μέσα στο πανδαιμόνιο. [...] Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσοι με άρπαξαν και με φίλησαν. Επρεπε να ψάχνω συνεχώς τα μαργαριταρένια μου σκουλαρίκια -ένα ξεχωριστό δώρο που μου είχε φέρει ο σύζυγός μου από την Ιαπωνία μόλις είχε γεννηθεί ο Δημήτρης- μαζεύοντάς τα από το πάτωμα για να μην τα ποδοπατήσουν ή χαθούν μέσα στον πανζουρλισμό.

Είχα νικήσει τη Ρώμη στο δικό της παιχνίδι. Είχα έρθει, είχα δει και είχα κατακτήσει. Veni, vidi, vici! Ακολούθησε ένα τεράστιο πάρτι στο Lausanne Palace Hotel -στο οποίο εμφανίστηκα με ένα σύνολο Yves Saint Laurent- όπου όλη η αποστολή και οι φίλοι μας από άλλες χώρες και πόλεις χόρεψαν έως τις πρώτες πρωινές ώρες.
[…] Τη βραδιά του τελικού του Euro 2004 ο Θόδωρος κι εγώ έπρεπε να παρευρεθούμε σε ένα γάμο συγγενών μας στο ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρεταννία", στο Σύνταγμα. [...] Οταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, το αυτοκίνητό μας είχε περικυκλωθεί εντελώς από ένα πλήθος ανθρώπων που πανηγύριζαν. Είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, ανεμίζοντας ελληνικές σημαίες για να πανηγυρίσουν τη νίκη μας στο ποδόσφαιρο. Διάφοροι με αναγνώρισαν και άρχισαν να ζητωκραυγάζουν για μας. Παρά τις προειδοποιήσεις της προσωπικής μας ασφάλειας, κατεβάσαμε τα τζάμια και χαιρετούσαμε τον κόσμο. Ημουν τόσο ενθουσιασμένη που άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα εκατοντάδες χέρια. Ηξερα ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για μένα ή το δαχτυλίδι που φορούσα.

[…] Στην τελετή λήξης η καρδιά μου ήταν ανέλπιστα ανάλαφρη. Το σύνολο του Valentino που φορούσα -μια ολομέταξη μπλούζα και κάτω ένα παντελόνι σε ροδακινί απόχρωση που τονιζόταν με μια κορδέλα- ήταν απλό αλλά σικ, άνετο και εορταστικό. […] Ο Θόδωρος σαν ταχυδακτυλουργός που κάνει τα νούμερά του μπροστά στο κοινό απολαμβάνει τις αντιδράσεις μου όσο απολαμβάνω κι εγώ τις εκπλήξεις. Θυμάμαι κάποια γενέθλιά μου στο Λονδίνο π.χ. που μου πρόσφερε μια σειρά από κουτιά Tiffany με δώρα κρυμμένα κάτω από άλλα δώρα. Μόνο αφού υποκρίθηκα ότι ήμουν ενθουσιασμένη για το κινητό τηλέφωνο ή ένα απλό ρολόι ανακάλυψα ένα δαχτυλίδι Harry Winston ασορτί με δύο πανέμορφα σκουλαρίκια. Ο Θόδωρος τα κάνει όλα πιο διασκεδαστικά από ό,τι μπορούν να είναι από μόνα τους. Είκοσι χρόνια τώρα και δεν έχω βαρεθεί ούτε στιγμή δίπλα του.

[…] Οταν βρισκόμασταν μόνο οι τέσσερίς μας (σ.σ.: Γιάννα και Θόδωρος Αγγελόπουλος, Κώστας και Δάφνη Σημίτη) στη μεγάλη τραπεζαρία (με τις μοναδικές μας ταπετσαρίες και το χαλί που κάποτε ανήκε στην Γκρέτα Γκάρμπο), ο πρωθυπουργός άρχισε να μιλά για την οργανωτική προσπάθεια των Ολυμπιακών. [...] Ο Σημίτης ήθελε να μάθει εάν θα σκεπτόμουν να αναμιχθώ στην επιτροπή, ενδεχομένως από το Λονδίνο, σαν αντιπρόεδρος, με διεθνείς αρμοδιότητες. Εκείνο που σκέφτηκα ήταν “ήμουν επικεφαλής της κίνησης που έφερε τους Ολυμπιακούς στην Ελλάδα και τώρα μου ζητάς να γυρίσω σαν νούμερο δύο; Δεν θυμάσαι ότι μου αρέσει μόνο το νούμερο 1;”. (σ.σ.: Οταν ο Σημίτης ζήτησε να μην παραστεί η Γιάννα στον γάμο του Παύλου, γιου του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου). Κι έτσι έμεινα στο σπίτι. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου και ένιωθα απογοήτευση που θα έχανα την τελετή, καθώς είχα αγοράσει ειδικά για την περίσταση ένα ωραίο συνολάκι (παρόλο που δεν ήταν τόσο εντυπωσιακό όσο η τουαλέτα που θα μου έραβε ο Ζαν-Πολ Γκοτιέ για το γάμο του Πρίγκιπα Γουίλιαμ και της Κέιτ Μίντλετον). […] Βρισκόμασταν με τον Θόδωρο στο Σάλτσμπουργκ για το φημισμένο φεστιβάλ όπερας. Ημουν ενθουσιασμένη που βρισκόμουν εκεί, απολάμβανα το θέαμα και το κοινό που φορούσε επίσημα βραδινά ενδύματα, όταν όμως δύο άτομα δίπλα μας άρχισαν να γιουχάρουν την παράσταση -κάτι σύνηθες στον κύκλο των ειδικών επί της όπερας- ήθελα να τους καρφώσω με τις Manolo Blahnik γόβες μου».

Το πορτοφόλι των Αγγελόπουλων «πόνεσε» για την Ολυμπιάδα

«Εάν η Αθήνα θα μπορούσε ποτέ να έχει πιθανότητες να διεκδικήσει με αξιώσεις τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, απλώς δεν είχε νόημα να περιμένω να γίνουν πράγματα από την κυβέρνηση. Πάντα ήταν ο Θόδωρος που έλεγε “πλήρωσέ το να τελειώνουμε” ή “πρόσλαβέ τους”. Κι έτσι πληρώναμε το ενοίκιο για τα κεντρικά μας γραφεία, τους μισθούς και τις αμοιβές των συνεργατών από την τσέπη μας. Ισως σε αυτό βασίστηκε η κυβέρνηση, παρόλο που ο πρωθυπουργός πάντα έδειχνε ότι ντρεπόταν και έσπευδε να με διαβεβαιώσει λέγοντας: “Το ξέρετε, κυρία Αγγελοπούλου, ότι θα σας αποζημιώσουμε”. Αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αφού τελείωσε η εκστρατεία, η τελική οικονομική μου αναφορά αποκάλυπτε ότι ο Θόδωρος κι εγώ είχαμε ξοδέψει 5 δισ. δραχμές ή περί τα 15 εκατ. δολάρια από τα δικά μας χρήματα για την καμπάνια. Και σε αυτά δεν περιέλαβα το κόστος χρήσης του ιδιωτικού μας τζετ με το οποίο πετούσαμε όποτε ο χρόνος πίεζε - κάτι που συνέβαινε τις περισσότερες φορές. Την ίδια στιγμή που παρέδιδα στους λογιστές την τελική οικονομική μου αναφορά, ο Θόδωρος κι εγώ στέλναμε μια επιστολή στην κυβέρνηση Σημίτη διαγράφοντας ολόκληρο το χρέος. “Το κάναμε για την πατρίδα μας”, έλεγε το γράμμα. Κι αυτή ήταν η απόλυτη αλήθεια».

ΣΥΣΚΕΨΗ
Με την τσάντα Hermès δίπλα στον Σημίτη


«Για πρώτη φορά ο Σημίτης δημιούργησε ένα διυπουργικό όργανο αποτελούμενο από όλους τους υπουργούς που είχαν ανάμιξη με την Ολυμπιάδα και εμένα, ώστε να συντονίζονται όσο καλύτερα γινόταν όλες οι εμπλεκόμενες εταιρείες. Ο πρωθυπουργός προήδρευε αυτοπροσώπως αυτής της επιτροπής. Θυμάμαι την πρώτη φορά που συσκεφθήκαμε στο γραφείο του πρωθυπουργού. Τοποθέτησα την τσάντα μου, μια Hermès από δέρμα αλιγάτορα, στη θέση δίπλα σε εκείνη του πρωθυπουργού. Πριν αρχίσει η συνεδρίαση, ένας υπουργός μετέφερε την τσάντα μου στην άλλη άκρη του μεγάλου τραπεζιού. Καθώς ο Σημίτης έμπαινε στην αίθουσα με άκουσε με τα ίδια του τα αφτιά -και ο διάλογός μου με έναν από τους υπουργούς του δεν ήταν ιδιαίτερα κόσμιος- να λέω “δεν θα πλησιάσεις ποτέ ξανά την τσάντα ή τα προσωπικά μου έγγραφα”. Ο πρωθυπουργός γύρισε στον υπουργό του και του είπε: “Η θέση της κυρίας Αγγελοπούλου είναι εδώ, δίπλα στη δική μου”. Το θέμα έληξε. Από τότε και στο εξής καθόμουν πάντα δίπλα στον πρωθυπουργό».

Η «Αθήνα 2004» επέστρεψε 123,5 εκατ. ευρώ στο Ελληνικό Δημόσιο


«Οταν το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας άρχισε να αναφέρεται σαν ένας από τους παράγοντες που συνέτειναν στο χρέος της Ελλάδας, ένιωσα αποτροπιασμό. Δεν θα έπρεπε να εκπλαγώ, όμως. Οταν αναζητούνται ένοχοι, τα γεγονότα τείνουν να παραμερίζονται. [...]

Εως το 2009, όταν ξέσπασε η κρίση, η Ελλάδα είχε δημιουργήσει ένα δημόσιο χρέος 365 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ίδιας της κυβέρνησης, οι επενδύσεις που έγιναν για την Ολυμπιάδα με δημόσιο χρήμα αντιστοιχούν σε 6 δισ. ευρώ μόνο - λιγότερο από το ένα εξηκοστό του συνολικού χρέους του 2009! Το ποσό που είχε στη διάθεσή της η οργανωτική επιτροπή του "Αθήνα 2004", για το οποίο ήμουν εγώ άμεσα υπεύθυνη, απέδωσε στο κράτος ένα υπόλοιπο 123,5 εκατ. ευρώ με το πέρας των Αγώνων. Στις 15 Ιανουαρίου του 2013 ένας βουλευτής, ονόματι Γιάννης Πανούσης, ρώτησε τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα ποιο ήταν, επιτέλους, το πραγματικό κόστος των Αγώνων του 2004. Ο Στουρνάρας άρχισε να αραδιάζει αριθμούς. Ξεκίνησε με τη συνολική δαπάνη των 8,5 δισ. ευρώ, από τα οποία αφαίρεσε τα περίπου 2 δισ. ευρώ της οργανωτικής επιτροπής “Αθήνα 2004” διότι αυτά δεν είχαν εκταμιευτεί από το ελληνικό κράτος αλλά ήταν χρηματοδότηση μέσω της πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων, χορηγιών και εισιτηρίων».

Η «Σούπερ Γιάννα» δεν είναι βιονική
«Σχεδόν αμέσως μετά το τέλος της Ολυμπιάδας ένιωθα λίγο περίεργα. Δεν ήταν κάτι που μπορούσα να προσδιορίσω, αλλά δεν ήμουν ακριβώς ο εαυτός μου. [...] Τον Ιανουάριο του 2005 ένας γιατρός στην Ελβετία που με εξέτασε είπε στον σύζυγό μου ότι έπρεπε να μπω αμέσως στο νοσοκομείο: “Η σύζυγός σας είναι σοβαρά άρρωστη. Το αίμα της είναι σαν νερό”. [...]

Βλέπει τον εαυτό της ως Γιάννα Κροφτ
Αλλά δεν υπάρχουν μυστικά σε αυτό τον κόσμο. Τα νέα πάντα μαθαίνονται. Συχνά δεν έχει να κάνει με το σε ποιον μιλάς, αλλά με πολλούς στους οποίους δεν μιλάς. Η σιωπή εκ μέρους μου ήταν πάντα σαν να ανέμιζα κόκκινο πανί. Αφού αρνήθηκα να απαντήσω σε πολλές κλήσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται εάν έχω κάποιο πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ηξεραν ότι θα χρειαζόταν κάτι πολύ σοβαρό για να θέσει εκτός λειτουργίας μια γυναίκα τόσο ζωντανή όσο εγώ. Μοιραία έφτασαν ως εμένα φήμες που με ήθελαν στο νεκροκρέβατο. [...] Ηθελα απεγνωσμένα πίσω ξανά την παλιά μου ζωή. Είχα περάσει περισσότερες από έξι εβδομάδες στο νοσοκομείο. [...] Τα κουτσομπολιά έλεγαν ότι το αεροπλάνο θα έφερνε στην Ελλάδα το “φέρετρό” μου. [...] Οι άνθρωποι με κοίταζαν σαν να βλέπουν φάντασμα. Μόνο αργότερα κατάλαβα γιατί είχαν εκπλαγεί τόσο που με είδαν. Προφανώς σκέφτονταν: “Θεέ μου, είναι ζωντανή!”».

Βασίλης Τσακίρογλου
από το Πρώτο Θέμα