Η Ελλάδα έχει κάνει πρόοδο, αλλά έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει, αναφέρουν
κάθε τόσο διάφοροι ξένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως ο Β. Σόιμπλε,
αλλά και κοινοτικοί, όπως ο Ο. Ρεν. Κι έχουν ασφαλώς δίκιο.
Μια ματιά σε ένα ραπόρτο της γερμανικής τράπεζας Berenberg, η οποία είχε κάποτε αξιοσημείωτη παρουσία στην ελληνική...
χρηματιστηριακή αγορά μέσω του Αμοιβαίου Κεφαλαίου Ολύμπια, είναι άκρως αποκαλυπτική.
Στην έκθεση που αξιολογεί και βαθμολογεί την πρόοδο σε θέματα προσαρμογής που έχουν κάνει οι χώρες της ευρωζώνης, και ιδιαίτερα εκείνες της ευρωπεριφέρειας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση.
Η αξιολόγηση βασίζεται σε 4 κριτήρια, δηλαδή στη δημοσιονομική προσαρμογή, στο εξωτερικό ισοζύγιο, στο εργατικό κόστος και στην ένταση των μεταρρυθμίσεων.
Το συνολικό σκορ κάθε χώρας συγκρίνεται με εκείνο της τελευταίας έρευνας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα στα τέλη Νοεμβρίου 2012.
Για την ιστορία, η Ιρλανδία καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση και ακολουθούν η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Εσθονία στην εαρινή έκθεση της Berenberg.
Όμως, στην Ελλάδα, όπου πολύς κόσμος αισθάνεται στο πετσί του τις επιπτώσεις της προσαρμογής, με τραγικές συνέπειες ενίοτε, όπως ο θάνατος από αυτοπυρπολισμό του 50χρονου, άνεργου επί 3 χρόνια, άνδρα στα Βριλήσσια το Σαββατοκύριακο, τα ανωτέρω νούμερα δεν έχουν την ίδια αξία. Τουλάχιστον προς το παρόν.
Ούτε έχουν βελτιώσει το κλίμα από τη
στιγμή που η ανεργία καλπάζει και τα εισοδήματα περικόπτονται, ούτε
έχουν προσελκύσει άμεσες επενδύσεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και όσο περνάει ο καιρός, είναι επόμενο να εντείνεται ο προβληματισμός για το ευρώ και για το κατά πόσον η παραμονή στην ευρωζώνη είναι η καλύτερη επιλογή για τη χώρα μεσομακροπρόθεσμα.
Η σχετική συζήτηση, που η πολιτική ελίτ της χώρας δεν επιθυμεί, είναι μεν χρήσιμη και ενδιαφέρουσα, αλλά μάλλον φιλολογική.
Κι αυτό γιατί το μεγαλύτερο μέρους του δημόσιου χρέους έχει περάσει στα χέρια των θεσμικών πιστωτών της, δηλαδή της Ε.Ε. και δευτερευόντως του ΔΝΤ.
Ουσιαστικά, η χρεοκοπία ή μη της Ελλάδας βρίσκεται στα χέρια τους.
Αν το επιθυμούσαν, θα μπορούσαμε να βαρέσουμε κανόνι πολύ σύντομα.
Όμως, δεν το επιθυμούν για πολλούς και διαφόρους λόγους.
Δεν έχουν άλλωστε λόγο να το επιθυμούν αυτήν την περίοδο από τη στιγμή που κουτσά-στραβά το πρόγραμμα υλοποιείται και οι γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν είναι τόσο μακριά.
Με άλλα λόγια, εμείς μπορούμε να συζητούμε για το κάθε τι, αλλά η τελική απόφαση για το μέλλον μας δεν είναι καν δική μας.
«Σιγά μην αφήσουν οι Γερμανοί την Ελλάδα να βαρέσει κανόνι 200 δισ. ευρώ, που θα ήταν το μεγαλύτερο της Ιστορίας», ανέφερε πρόσφατα γνωστό στέλεχος της αγοράς.
Έχει δίκιο.
Ούτε να χρεοκοπήσουμε δεν μπορούμε αφού είμαστε σε κηδεμονία και η πολιτική ελίτ δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να ρισκάρει το μέλλον της χώρας (σ.σ. ή μάλλον το δικό της μέλλον στη χώρα).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου