Είναι επιτακτική ανάγκη να μιλήσουμε. Αφήνουμε τους άλλους να μιλάνε
για μας. Τι ξέρουν αυτοί για μας; Χρειάζεται να ξαναβρούμε τη φωνή μας,
να την ανακαλύψουμε. Να μιλήσουμε! Να πούμε την αλήθεια.
Αυτή την αλήθεια όπως τη λένε οι διπλανοί μας, η μάνα μας, ο πατέρας μας, ο αδερφός κι ο φίλος μας.
- Where is… που είναι…
– Έλα… Έλα μέσα. Έλα να πιούμε καφέ.
– Ρε
μάνα, τι λες; Όποιος περνάει απ’ το παραθύρι τον καλείς για καφέ; Που
την ξέρεις; Πόθεν κρατάει...
η σκούφια της;
- Και τι έγινε, για ένα καφέ; Σώπα καλέ.
- Ρε μάνα, το παραθύρι δε κλειδώνει.
- Δεν τρέχει τίποτα. Τράβηξε το και θα κλείσει… Σου χω πει; Το 74 που
γυρίσαμε στα σπίτια μας, στάβλος ήτανε εδώ μέσα. Κατσίκες βόσκανε.
Ντίγκα στη κοπριά. Εμείς είχαμε γίνει πρόσφυγες το 64. Γυρίσαμε με την
εισβολή…
- Μου τα πες, ρε μάνα.
- Ήρθε τις προάλλες ο αδερφός της Αρτεμούλας. Τη θυμάσαι την
Αρτεμούλα; Τη συμμαθήτρια σου; Έκλαιγε. Δεν είχε ν’ αγοράσει πάνες για
το παιδί του. Έβαζε πατάτες στο φορτηγό και πούλαγε. Έπεσε η δουλειά κι η
σύνταξη της μάνας του τι να κάμει. Του ’δωσε ο αδερφός σου… Μόλις είχε
πάρει την αναπηρική και του ’δωσε.
Και μια άλλη φορά πάλι… Δυο μέτρα, κοτζάμ άνθρωπος κι έκλαιγε. Ξέρεις
ποιος σου λέω. Ο γιος της Σαββούλας. Έκλαιγε. Δύσκολα τα πράματα… Η
Νίτσα, τη θυμάσαι τη Νίτσα; Της φέρνουν απ’ την εκκλησία φαΐ για τα
παιδιά. Φτώχεια!
- Από τότε που ’ρθανε τούτοι οι ξένοι άνω κάτω μας κάνανε. Να δεις πως τους λένε… αυτούς τους ξένους που ’ρθανε…
- Την τρόϊκα, λες;
- Α γεια σου. Από τότε που ’ρθαν αυτοί άνω κάτω μας κάνανε.
- Μ’ αρέσει το δείλι να κάθομαι στην αυλή μετά το πότισμα και να
μυρίζει το φούλι και το αγιόκλημα. Κι έχει μια δροσιά… Η τριανταφυλλιά η
μυρωδάτη άνθισε! Σκέφτομαι καμιά φορά πως αντέχετε σε κείνες τις τρύπες
στην Αθήνα; Σου βαλα κολοκάσι (βολβός, φαγητό) και σέλινο.
- Ρε μάνα, δεν έχουμε σέλινο στην Αθήνα;
-Ε, να σου βάλω κολοκάσι δίχως σέλινο; Άλλο το σέλινο της Κύπρου!
- Δε μας βοηθάει κανείς!… Θα τη πάρουμε τη σύνταξη τέλος του μήνα λες;
- Θα δούμε, ρε μάνα. Θα δούμε.
- Ήντα ξέρω… Θα πεινάσουμε λες; Πήγανε λέει και στους Ρώσους. Πήγανε
και στους καλαμαράδες. Κανείς δε μας βοηθάει. Μαζεύουνε λεφτά. Δώσανε,
λέει, κάμποσοι σε κείνο το ταμείο…
- Είναι πολλά τα λεφτά, ρε μάνα.
- Πόσα είναι; Πόσα είναι τα λεφτά;
- Έξι δισεκατομμύρια, μάνα.
- Έξι δισεκατομμύρια!
Ακόμα παλεύει η μάνα μου να φανταστεί πόσα είναι τα έξι δισεκατομμύρια.
- Άκυρο το έριξα στις εκλογές μα στον αδερφό σου άλλα είπα. Άκυρο το ’ριξα. Καλά δεν έκαμα;
- Την Αντρούλα… τη θυμάσαι την Αντρούλα; Που σου στελνε χαιρετίσματα… Ε, δε θα σου ξαναστείλει. Πέθανε η Αντρούλα.
Τίποτα δε με συγκλόνισε περισσότερο αυτές τις μέρες απ’ τη μάνα μου
που μ’ είπε με τη δικιά της έκπληκτη αφέλεια το ακατανόητο γι’ αυτήν:
“Δεν μας βοηθάει κανείς!”.
Βλέπεις της ήταν πάντα φυσικό και αυτονόητο να βοηθάμε τους άλλους.
Θα πρότεινα, αν βρεθείτε στη Κύπρο, να περάσετε απ’ τη Σκάλα
(Λάρνακα), στον Άη Γιάννη, στο τουρκομαχαλά. Να περάσετε απ’ τ’ ανοιχτό
παράθυρο της μάνας μου και να τη ρωτήσετε που βγάζει ο δρόμος. Θα σας
πει να μπείτε μέσα να σας κεράσει καφέ κι ας μη σας ξέρει, και θα δείτε
και την έπαυλη της. Να της ζητήσετε κι ένα κολοκάσι (φυτό) κι εκείνη θα
σας το δώσει. Να της ζητήσετε κι ένα τριαντάφυλλο μυρωδάτο.
Μετά, μιλάμε πάλι.
γράφει η Έλενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.