Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Ιστορίες του δρόμου

Αργά το βράδυ της Τρίτης 28 Ιουνίου, περπατούσαμε στους δρόμους γύρω από την πλατεία Συντάγματος, προσπαθώντας να φτάσουμε στην πλατεία, όπου γινόταν ένας μικρός πόλεμος. Στους γύρω δρόμους βρίσκονταν χιλιάδες άνθρωποι, με τον ίδιο σκοπό.

Στη συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Βουλής, συναντήσαμε μια Γερμανίδα δημοσιογράφο. Ήταν εντυπωσιασμένη αλλά όχι τόσο από τα επεισόδια – ήταν εντυπωσιασμένη από την παρουσία του κόσμου στο Σύνταγμα.

«Η ώρα είναι 2 μετά τα μεσάνυχτα και οι δρόμοι είναι γεμάτοι διαδηλωτές – αυτό που μου κάνει πιο μεγάλη εντύπωση είναι πόσοι πολλοί είναι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που είναι στους δρόμους σε τόσο προχωρημένη ώρα. Γιατί;».

Της είπα πως για αυτούς τους ανθρώπους είναι ζήτημα επιβίωσης αλλά και αξιοπρέπειας. «Και αισθάνονται πως τους ξεγέλασαν, τους κορόιδεψαν» συμπλήρωσε ένας φίλος.

Λίγα λεπτά αργότερα κινηθήκαμε προς την οδό Ερμού, όπου συναντήσαμε δυο κυρίες γύρω στα 55. Ήταν έξαλλες γιατί λίγο πριν είχαν μια ατυχή συνάντηση με τους άνδρες των ΜΑΤ – τις είχαν χτυπήσει με...
τις ασπίδες τους.

Οι δυο γυναίκες ήταν σοκαρισμένες – έτρεμαν από τα νεύρα τους. Κατάλαβα αμέσως πως δεν είχαν ιδιαίτερες εμπειρίες από διαδηλώσεις. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που τους είχε συμβεί. Παρ’ όλα αυτά, δεν έφευγαν. Είχαν πεισμώσει.

Ανάμεσα σε βρισίδια και κατάρες, κάποια στιγμή η μια κυρία είπε τη φράση κλειδί: «Κι εγώ, η ηλίθια, τόσα χρόνια πίστευα αυτά που λέγανε οι τηλεοράσεις για τα επεισόδια». «Για τους ‘αλήτες τους αναρχικούς’ που τα σπάνε;» τη ρωτάω. «Ναι» μου απαντάει. «Ε, τώρα είμαστε εμείς οι ‘αλήτες αναρχικοί’» της λέω, «αλλάξανε τα πράγματα».

Το απόγευμα της Τετάρτης 29 Ιουνίου, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές είναι μαζεμένοι στους δρόμους γύρω από το Σύνταγμα, που είναι απροσπέλαστο λόγω των εκατοντάδων χημικών που έχουν ρίξει οι άνδρες των ΜΑΤ. Οι διαδηλωτές περιμένουν υπομονετικά και φωνάζουν συνθήματα. Διμοιρίες των ΜΑΤ και ομάδες Δέλτα και ΔΙΑΣ προσπαθούν να τους διαλύσουν.

Είμαι στην οδό Μητροπόλεως, στο ύψος της Μητρόπολης, μαζί με πλήθος κόσμου – όλες οι ηλικίες. Ο κόσμος είναι εμφανώς ταλαιπωρημένος από τα χημικά αλλά συζητάει και περιμένει, για να επιστρέψει στο Σύνταγμα. Από την κάτω μεριά της Μητροπόλεως, στο ύψος της οδού Καπνικαρέα, εμφανίζονται πολλές μηχανές της ομάδας Δέλτα. Τους κοιτάμε αλλά δεν δίνουμε ιδιαίτερη σημασία. Κανείς δεν φαντάζεται αυτό που θα ακολουθήσει.

Ξαφνικά, οι άνδρες της ομάδας Δέλτα ορμάνε με τις μηχανές τους προς το μέρος μας. Ο κόσμος σαστίζει. Οι μηχανές πέφτουν πάνω στα τραπέζια των καφέ της οδού Ευαγγελιστρίας και οι αστυνομικοί πετάνε χειροβομβίδες κρότου-λάμψης. Πανικός. Ακούγονται οι φωνές και οι βρισιές των θαμώνων και των καταστηματαρχών. Βλέπω έναν άντρα με μουστάκι, -γύρω στα 65 αλλά θηρίο δυο μέτρα με τεράστιες πλάτες- να σηκώνεται από το τραπέζι, να παίρνει την καρέκλα του και να την πετάει πάνω στους αστυνομικούς. Δεν ξέρω καν αν είχε βρεθεί στο κέντρο για τη διαδήλωση ή, απλά, έπινε τον καφέ του.

Οι μηχανές επιστρέφουν στη Μητροπόλεως και στρέφονται ξανά προς το μέρος μας. Αμέσως μετά, εφορμούν πάνω στον κόσμο που βρίσκεται στο κατάστρωμα του δρόμου. Το βάζουμε στα πόδια – δεν μπορείς να κάνεις και τίποτε άλλο σε μια τέτοια περίπτωση. Αρκετοί τρέχουν προς το Σύνταγμα αλλά εκεί είναι οι δυνάμεις των ΜΑΤ –σε κάθε δρόμο, σε κάθε στενό-, οπότε οι περισσότεροι μπαίνουμε στην Υπατίας και στην Αγίας Φιλοθέης, προς την Πλάκα.

Βαδίζω γρήγορα προς την Αγίας Φιλοθέης, αλλά, ακούγοντας τα μαρσαρίσματα δεξιά μου, γυρνάω προς τα αριστερά, ανεβαίνω τα σκαλάκια πίσω από τη Μητρόπολη και μπαίνω στην Υπατίας. «Δεν τρέχουμε, δεν τρέχουμε!» φωνάζουν οι πιο ψύχραιμοι –υπάρχει κίνδυνος κάποιοι να ποδοπατηθούν επειδή η Υπατίας είναι πολύ στενή-, αλλά είναι ολοφάνερο πως οι περισσότεροι συγκεντρωμένοι δεν έχουν καμία εμπειρία από διαδηλώσεις – είναι πανικοβλημένοι και από το πρωί έχουν περάσει πάρα πολλά.

Όταν φτάνουμε στην οδό Απόλλωνος, σταματάμε. Ανάμεσά μας είναι και τουρίστες που δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Τα έχουν χαμένα. Προς στιγμήν, τα πράγματα ηρεμούν και φαίνεται πως η επίθεση της ομάδας Δέλτα έχει τελειώσει. Όλοι βρίζουν – νέοι και γέροι. Συζητάμε να επιστρέψουμε στη Μητροπόλεως.

«Θέλουν να φύγουμε αλλά εμείς δεν πρέπει να φύγουμε, πρέπει να επιστρέψουμε στο Σύνταγμα» λέει μια κυρία και χειροκροτάμε όλοι. Ο ένας δίνει θάρρος στον άλλον και αποφασίζω να συνεισφέρω κι εγώ στη διαδικασία. «Δεν υπάρχει τώρα λόγος ανησυχίας. Δεν πρόκειται να μπουν στην Πλάκα, είναι τουριστική περιοχή και αυτήν την εποχή είναι γεμάτη τουρίστες». Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τη φράση μου και ακούω μια γυναικεία φωνή να λέει «Έρχονται!». Γυρνάω και τους βλέπω να έρχονται μέσα από το στενό. Με φόρα. Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει αλλά δεν το παίρνω προσωπικά.

Κάποιος φωνάζει «θέλουν νεκρούς» και όλοι αρχίζουν να τρέχουν. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Βλέπω πολλούς να τρέχουν προς την Αγίας Φιλοθέης. Τους φωνάζω «όχι από κει», αλλά δεν με ακούει κανείς. Βλέπω μια ξανθιά γυναίκα να πέφτει κάτω – σηκώνεται και τρέχει.

Ξέρω την Πλάκα σαν την παλάμη μου και τρέχω στην Θουκυδίδου, φτάνω στην Κέκροπος, στρίβω δεξιά και φτάνω στην Αδριανού. Βλέπω δυο φίλους μου που έχουν μαγαζί στην Αδριανού να κατεβάζουν τα ρολά. Είναι έκπληκτοι. Όλοι οι μαγαζάτορες έχουν κατεβάσει τα ρολά –εκτός από το κατάστημα της Swatch που δεν έχει ρολά- και βρίζουν τους αστυνομικούς.

Μπαίνω σε ένα δρομάκι και ανηφορίζω για να βγω στην Τριπόδων, να πάω στο Μοναστηράκι και να ξαναπάω προς το Σύνταγμα – εκείνη την ώρα δεν ήξερα τι είχε συμβεί στο Μοναστηράκι. Περνάει τυχαία ένας φίλος μου με μηχανάκι. Το αφήνει και μετά από λίγο επιστρέφουμε παρέα στη Μητροπόλεως, αφού πρώτα πέφτουμε πάνω στην ομάδα Δέλτα που έχει αποκλείσει τους δρόμους και δίνουμε οδηγίες σε δυο κυρίες από την Κύπρο –μάλλον μάνα και κόρη- που έχουν έρθει για τουρισμό, έχουν παγιδευτεί στην Πλάκα με το αυτοκίνητο και είναι έντρομες. Μας ευχαριστούν και μας λένε «καλή τύχη».

Η μητέρα του φίλου μου του τηλεφωνεί και του λέει πως σε μια πολυκατοικία της οδού Αγίας Φιλοθέης –δίπλα στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών- οι κάτοικοι ανοίξανε την πόρτα, για να κρύψουν τους διαδηλωτές. Έχουμε κουφαθεί εντελώς. Παρ’ όλα αυτά, αποφασίζουμε να πάμε στο Σύνταγμα.

Φτάνουμε στην οδό Ερμού και ανηφορίζουμε προς το Σύνταγμα. Όλοι οι κάθετοι δρόμοι είναι γεμάτοι από μοτοσικλετιστές της Αστυνομίας που τραμπουκίζουν όποιον περνάει. Φτάνουμε στην οδό Νίκης και εκεί σταματάμε. Ο κόσμος είναι λίγος – οι αστυνομικοί κατάφεραν να τους απομακρύνουν από τους δρόμους γύρω από την πλατεία. Μπροστά μας είναι δυο διμοιρίες των ΜΑΤ και απέναντί τους είναι αρκετοί κουκουλοφόροι. Βλέπω κόσμο και στην Αμαλίας, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πόσοι είναι. Ο φίλος μου εκφράζει την έκπληξή του που δεν με πειράζουν τα χημικά – έχουν πέσει όλοι ξεροί. Νομίζω πως δεν με πειράζουν πια, λόγω της έντασης και της συνεχούς κίνησης. Δεν ήμουν, όμως, πάντα τόσο άνετος – στη συντονισμένη επίθεση των ΜΑΤ, από όλες τις πλευρές το μεσημέρι στην πλατεία, κόντεψα να σκάσω.

Προσπαθώ να δω τι γίνεται στην πλατεία και αν έχουν φύγει τα παιδιά των επιτροπών. Δεν βλέπω κίνηση ανάμεσα στις σκηνές, υποθέτω πως έχουν φύγει και αισθάνομαι ανακούφιση. Λίγες ώρες αργότερα, έμαθα πως –εκείνη την ώρα- ήταν ακόμα εκεί.

Οι άνδρες των ΜΑΤ προχωρούν προς την πλατεία, οι κουκουλοφόροι οπισθοχωρούν, οι άνδρες των ΜΑΤ φτάνουν στο σιντριβάνι, ανεβαίνω στην πλατεία και σταματάω εκεί γιατί οι «μαύροι» πετάνε πέτρες στα ΜΑΤ αλλά δεν τους πετυχαίνουν και όλες πέφτουν γύρω μου. Δεξιά μου και αριστερά μου είναι και άλλες διμοιρίες των ΜΑΤ. Μερικοί με κοιτάνε αγριεμένοι –ξαφνικά συνειδητοποιώ πως έχω πάει στη διαδήλωση ντυμένος σαν να είμαι τουρίστας στη Χαβάη. Τους δείχνω την κάμερα – και καλά φωτογράφος, με μηχανή της πλάκας. Βγάζω φωτογραφίες και ο φίλος μου με βγάζει φωτογραφία, όπου έχω γυρίσει την πλάτη στη Βουλή, χαμογελάω σαν να είναι η ημέρα που έγινα πατέρας και πίσω μου γίνεται της πουτάνας.

Φεύγουμε προς την Φιλελλήνων γιατί είναι αδύνατον να ανέβουμε την Όθωνος. Μια κλούβα των ΜΑΤ είναι σταματημένη στη συμβολή των οδών Φιλελλήνων και Ξενοφώντος και η διμοιρία αποκλείει τον δρόμο. Ο αδελφός του φίλου μου του τηλεφωνεί και του λέει πως οι αστυνομικοί έκαναν επίθεση στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Εντάξει, τα έχουμε δει και τα έχουμε ακούσει όλα.

Πάμε προς τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μέσα από την Πλάκα. Στον δρόμο συναντάω φίλη δημοσιογράφο που πηγαίνει προς το Σύνταγμα. Είναι ταραγμένη – αλλά πάντα πανέμορφη- και μου λέει «πρόσεχε, ανοίγουν κεφάλια». Αγκαλιαζόμαστε και χωρίζουμε.

Στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το σκηνικό έχει τελειώσει. Μερικές φωτιές σιγοκαίνε στον πεζόδρομο. Οι μαγαζάτορες είναι έξω από τα μαγαζιά τους και βρίζουν ακόμα τους αστυνομικούς. Κάποιοι λένε πως πρέπει να κάνουν μήνυση στην Αστυνομία.

Σκέφτομαι πως οι διαδηλωτές που δέχτηκαν επίθεση με χημικά στο σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα έφυγαν με το μετρό και κατέβηκαν στο σταθμό της Ακρόπολης –που είναι ο κοντινότερος- με την πρόθεση να επιστρέψουν με τα πόδια στο Σύνταγμα. Την ίδια ώρα, πολλοί από τους διαδηλωτές που βρίσκονταν στην Αμαλίας και δέχτηκαν τεράστια ποσότητα χημικών – το ξέρω γιατί ήμουν εκεί- είχαν απωθηθεί προς την Πύλη του Αδριανού και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Οι ομάδες Δέλτα και ΔΙΑΣ τους κυνήγησαν στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου για να τους διαλύσουν και να τους στείλουν στα σπίτια τους. Δεν ξέρω ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να «στείλει» ειρηνικούς διαδηλωτές στην πιο τουριστική περιοχή της Αθήνας και να τους επιτεθεί εκεί αλλά είναι εντελώς ηλίθιος.

Πίσω από το άγαλμα του Μακρυγιάννη, η ομάδα ΔΙΑΣ επιτέθηκε σε έναν νεαρό. Στο μικρό πεζοδρόμιο ήταν πεσμένα μερικά χαρτιά – μάλλον, ήταν δικά του.

Αφού συζητάμε λίγο με τον κόσμο –που έχει πάρει ανάποδες-, φεύγουμε ξανά προς το Σύνταγμα αλλά αυτή τη φορά μέσω Συγγρού και Αμαλίας. Ο δρόμος είναι γεμάτος πέτρες. Είμαι σίγουρος πως στις 29 Ιουνίου πέταξαν πέτρες στους άνδρες των ΜΑΤ και άνθρωποι που μπορεί να μην είχαν πετάξει πέτρα σε κάποιον άλλον ούτε στην παιδική τους ηλικία. Ήταν τέτοια η αστυνομική βαρβαρότητα, που θα τους πετούσε πέτρα και ο Γκάντι.

Πλησιάζοντας στο Σύνταγμα, βλέπουμε πως υπάρχει συγκεντρωμένος κόσμος στην Αμαλίας αλλά τα ΜΑΤ δεν τους αφήνουν να μπουν στην πλατεία Συντάγματος Υπάρχουν φωτιές στο οδόστρωμα για να μειώνουν τη δράση των δακρυγόνων.

Δεν θέλω να μείνουμε στην Αμαλίας. Σκέφτομαι πως εκεί είχαμε παγιδευτεί λίγες ώρες πριν, όταν τα ΜΑΤ εξαπέλυσαν επίθεση από παντού, την ώρα που ψηφιζόταν το Μεσοπρόθεσμο. Χωρίς να έχει συμβεί απολύτως τίποτα, χωρίς να έχει υπάρξει καμία απολύτως πρόκληση, μας επιτέθηκαν με τόνους χημικών και μας οδήγησαν σε κατάσταση ασφυξίας και λιποθυμίας στα σκαλάκια του Συντάγματος, όπου είναι θαύμα ότι δεν σκοτώθηκε κάποιος. Ήταν τόσο ήρεμα τα πράγματα μπροστά στον Εθνικό Κήπο που λίγο πριν είχα κάνει tweet πως ήταν το πιο ασφαλές σημείο -και με καθαρή ατμόσφαιρα- εκείνη την ώρα. Στις 29 Ιουνίου έπεφτα έξω σε ό,τι έλεγα.

Την ώρα της επίθεσης, χαθήκαμε με μια φίλη μου. Άφησε το χέρι μου, παρασύρθηκε από τον κόσμο που έτρεχε, πανικοβλήθηκε, δεν είχε βρεθεί ποτέ σε παρόμοια κατάσταση και –ευτυχώς- την βοήθησαν δυο άγνωστα παιδιά. Με παρακάλεσε να τους ευχαριστήσω εκ μέρους της, μέσα από το μπλογκ. Τους ευχαριστώ εκ μέρους και των δυο μας.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την στιγμή που την έχασα και προσπαθούσα να την βρω, ενώ τα ΜΑΤ είχαν πιάσει την Αμαλίας από τη μια άκρη ως την άλλη και έρχονταν καταπάνω μας, ρίχνοντας χημικά. Επειδή δεν μπορούσα να την βρω πουθενά, έμεινα τελευταίος και ξαφνικά βλέπω τα ΜΑΤ στα δυο μέτρα. Δίνω ένα σάλτο πάνω από τη σιδερένια μπάρα του τραμ, προσγειώνομαι μέσα σε ένα σύννεφο από χημικά, προχωράω παραπατώντας και φτάνω ξέπνοος στην είσοδο ενός κτιρίου της Αμαλίας, όπου μια ευλογημένη κοπέλα με ψέκασε με Maalox.

Συζητάμε στη μέση του δρόμου με οργή και θυμό για τα γεγονότα της ημέρας. Είμαστε εκτός εαυτού αλλά και καταβεβλημένοι. Μια άστεγη κυρία -που είναι γνωστή σε όσους διαδηλώνουν στο Σύνταγμα- μας πλησιάζει και μου ζητάει χρήματα. «Κάθε μέρα σας δίνω» της λέω αποκαμωμένος. «Κάθε μέρα πρέπει να φάω» μου απαντάει ήρεμα.

Εγραψε o Pitsirikos