Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Αντίο καλέ μας άνθρωπε

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών ο Θανάσης Βέγγος
Πέθανε σήμερα το πρωί σε ηλικία 84 ετών ο πιο «καλός» άνθρωπος της Ελλάδας ο ηθοποιός Θανάσης Βέγγος. Ο σπουδαίος κωμικός του θεάτρου και του κινηματογράφου άφησε την τελευταία του πνοή στον Ερυθρό Σταυρό, όπου νοσηλευόταν τον τελευταίο περίπου ένα μήνα.
Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 από το Βασίλη και την Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού και ήταν ήρωας της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από την δουλειά του, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Γεγονός που προκάλεσε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση και ο ίδιος αναγκάστηκε για ....
πολλά χρόνια να ασχολείται με επεξεργασίες δερμάτων, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του.

Κατά τα ταραγμένα χρόνια του εμφύλιου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Μακρόνησο και όταν απολύθηκε έκανε διάφορες δουλειές για τα προς τα ζην.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Παντελής Βούλγαρης βρήκαν στο πρόσωπο του τον αρχετυπικό άνθρωπο του λαού που σε μεγάλη ηλικία πια και έχοντας ταλαιπωρηθεί στο νεανικό του βίο γίνεται σοφός.

Ο Θανάσης Βέγγος δεν σπούδασε υποκριτική, υπήρξε αυτοδίδακτος. Το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, την ίδια χρονιά.

Στη συνέχια συνεργάστηκε κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη και ανέπτυξε τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου ανθρώπου, που τον καθιέρωσε, και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό με ταινίες όπως "Ψηλά τα χέρια", "Χίτλερ", "Μην είδατε τον Παναή", "Ζήτω η τρέλα", "Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης". Η στενή σχέση του με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη τον οδηγεί στον θρίαμβο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1971 με την ταινία "Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;". Κοινό και κριτική τον αποθεώνουν και αποσπά το βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου. Έναν χρόνο μετά, ο ρόλος του στην ταινία "Θανάση, πάρε το όπλο σου!" του χαρίζει ένα ακόμη βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου. Τη δεκαετία του '80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες.

Στο Μακρονήσι γνωρίστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο, που του χάρισε τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στην "Μαγική Πόλη". Συμμετείχε σε ταινίες-σταθμούς για το ελληνικό σινεμά, όπως: "Δράκος", "Ποτέ την Κυριακή", "Κορίτσι με τα μαύρα", "Διακοπές στην Αίγινα", "Ηλίας του 16ου" "Μανταλένα". Λίγα χρόνια αργότερα ο "Πράκτωρ Θου βου" μετατρέπει τον Βέγγο σε λαϊκό ήρωα μέσα από πολλές ταινίες με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, την εποχή που ο κινηματογράφος αποτελούσε την μόνη φθηνή ψυχαγωγία για τον ευρύ κοινό.

Συνολικά είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής και είχε σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στις σειρές: "Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης" (ΑΝΤ1, 1990), "Έρωτας, όπως έρημος" (ΝΕΤ, 2003), "Περί ανέμων και υδάτων" (Mega, 2002), "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου" (ΑΝΤ1, 2006), "Βεγγαλικά" (ΕΡΤ) και "Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας" (ΕΤ3, 2009).

Παντρεύτηκε την Ασημίνα Βέγγου με την οποία απέκτησε δυο γιούς και έζησε μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του.

"Βοήθεια! Ο Βέγγος, Φανερός Πράκτορ 000" (1967)

"Το Βλέμμα του Οδυσσέα" (1995)

"Θου-Βου: Φαλακρός Πράκτωρ, Επιχείρησις Γης Μαδιάμ" (1969)

"Τύφλα Να 'Χει ο Μάρλον Μπράντο" (1963)

"Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου" (1993)

"Μαγική Πόλις" (1954), η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο

Από enet


Από το αρχείο της "Ε" και της "Κ.Ε.":

«Δεν είναι πόλεμος:ντροπή είναι»

Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ(venardu@enet.gr)


Μα ξεκουραστείτε λίγο, κύριε Βέγγο. Και βάλτε αυτά τα γάντια, κάνει παγωνιά εδώ πάνω...

«Οχι, παιδιά μου. Πρέπει να δείχνω ταλαιπωρημένος, ξενυχτισμένος. Εχω χάσει το εγγόνι μου στην ταινία... Γιατί να ξεκουραστώ; Θέλω να είμαι στο γύρισμα, με τον σκηνοθέτη μου, πότε θα το ξαναζήσω αυτό;»

«Ψυχή βαθιά» ήταν το σύνθημα των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, σ' αυτόν τον ψυχοφθόρο, αδελφοκτόνο πόλεμο που ελάχιστες φορές έχει θιγεί στο σινεμά. Αυτός είναι και ο τίτλος της νέας ταινίας του Παντελή Βούλγαρη που βλέπει επιτέλους να πραγματοποιείται το όνειρό του να κάνει μια ταινία για τον εμφύλιο, έπειτα από δεκαετή έρευνα σε Καστοριά, Γράμμο, Βίτσι. «Ο τόπος αυτός ήταν η αφετηρία μου», μας είπε. «Η ιστορία διαμορφώθηκε στο μυαλό μου αργότερα».

Με «Ψυχή βαθιά» όμως, γεμάτος συγκίνηση και αίσθημα ευθύνης, αντιμετώπισε τον μικρό αλλά σπαρακτικό ρόλο του στην ταινία και ο 82χρονος Θανάσης Βέγγος. Αυτός ο «δραματικός μας κλόουν» όπως τον χαρακτήρισαν συνάδελφοί του που ανέβηκαν στο βουνό μόνο και μόνο για να τον απολαύσουν. Οι συνεργασίες του, άλλωστε, με τον Βούλγαρη («Ησυχες μέρες του Αυγούστου», «Ολα είναι δρόμος») πάντα ξάφνιαζαν.

Ο ενθουσιασμός του Βέγγου

Βρισκόμαστε στο Βίτσι, έξω από την Καστοριά, σε υψόμετρο που αγγίζει τα δύο χιλιάδες μέτρα, κάτω από έναν επιβλητικό γρανιτένιο βράχο, την κορυφή του Μάνκεβετς, όπου για χρόνια, μετά τη λήξη του εμφυλίου το '49, οι ντόπιοι έβρισκαν σκελετούς ανταρτών πάνω από πολυβόλα. Εδώ, όπως μας εξηγεί ο Παντελής Βούλγαρης, έχει στηθεί ο σταθμός διοίκησης του Εθνικού Στρατού της περιοχής. Το θέαμα εντυπωσιακό. Το κρύο τσουχτερό, αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες, ο Βέγγος, με κασκέτο, ξύλινη μαγκούρα και μάλλινο παλτό, δεν χάνει στιγμή τον αφοπλιστικό ενθουσιασμό του. «Για να είμαι εδώ στα... 54 μου, μαζί με τον Παντελή όταν με καλεί, ε, αυτό τα λέει όλα», αστειεύεται.

Με μια έμφυτη ευγένεια απέναντι και στον τελευταίο κομπάρσο (σχεδόν κανείς δεν έχασε την ευκαιρία να φωτογραφηθεί μαζί του), ευχαριστούσε τους πάντες, απευθύνοντας τη συγνώμη του στο συνεργείο όταν χρειαζόταν να ξαναπάει το πλάνο.

Στην ταινία ενσαρκώνει έναν χωρικό, που μαθαίνει πως το εγγόνι του που υπηρετούσε στον Εθνικό Στρατό έχει πέσει στη μάχη κι έρχεται να ζητήσει τη σορό του από τον ταξιάρχη Τσαγκλό (ο Κώστας Κλεφτόγιαννης σ' έναν ρόλο που του πηγαίνει γάντι. Οπως μάλιστα μας είπε, παραπέμπει σε ένα πραγματικό στρατηγό της περιοχής).

- Ως Ελληνας και πατέρας σε καταλαβαίνω... Αλλά εκτελώ διαταγές, του λέει.

(Οι οδηγίες είναι σαφείς: το παιδί πρέπει να ταφεί με τ' άλλα.)

- Πού είναι το παιδί; Το θέλω πίσω. Πεντάρφανο... Εγώ το μεγάλωσα. Εγώ το 'δωσα στην πατρίδα.

Ο ταξίαρχος επικαλείται τις τιμές που θα συνοδεύουν το παιδί και τ' άλλα είκοσι που έπεσαν μαζί του.

- Ποια δόξα; Δεν είναι πόλεμος τούτο που μας βρήκε κύριε ταξίαρχε. Ντροπή είναι... Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες. (Σιωπή) Θέλω να το κηδέψω στο χωριό...Τον περιμένει όλο το χωριό...Δεν γυρίζω μόνος.

Η φωνή του Βέγγου τώρα σπάει ανεπαίσθητα:

«Το σπίτι μου καμένο...να 'χω ένα τάφο να πηγαίνω...» Ομως σταματά: «Παντελή, ήταν λίγο υπερβολικό. Μήπως να το ξαναπάμε;»

«Η αφαιρετικότητα. Αυτό είναι το επίτευγμα ενός μεγάλου καλλιτέχνη», μας έλεγε νωρίτερα μέσα σ' ένα τζιπ, που διέσχιζε εντυπωσιακά δάση από οξιές, ο Γιώργος Σιμεωνίδης (κρατικό βραβείο ερμηνείας για τη «Διόρθωση»), αγνώριστος με μουστάκι στον ρόλο του ανθυπολοχαγού.

Στην επόμενη σκηνή, ο Βέγγος, που ο Βούλγαρης χαρακτήρισε νωρίτερα «στρατιώτη του κινηματογράφου», θα φορτώσει το πτώμα του εγγονού του στο κάρο και θα τραβήξει σιωπηλά για το χωριό του....

- Κύριε Βέγγο, το θέμα πρέπει να σας λέει πολλά, παρατηρώ. Κάνατε κι εσείς Μακρόνησο, με τον Κούνδουρο και άλλους.

«Και με τον Τάσο το Ζωγράφο, το σκηνογράφο. Ναι, για τεσσεράμισι χρόνια. Πέρασα δύσκολα. Ο Τάσος έμεινε δυόμισι χρόνια. Κάθε πρωί πήγαινε σε ένα βράχο πάνω από τη θάλασσα και τάιζε τη γοργόνα του. Καθόταν μέχρι το βράδυ και της έριχνε ψίχουλα, διαλύοντας την κουραμάνα του. Οταν ήταν να απολυθεί, του έλεγα: «δώσε μου κι εμένα να φάω, ρε Τάσο, από την καραβάνα σου...»

Συμπτωματικά, στην παραγωγή της ταινίας εργάζεται και η κόρη του Τάσου Ζωγράφου, η Αννα.

«Και ο ταξίαρχος όμως που εναρκώνω», λέει ο Κ. Κλεφτόγιαννης, «έχει δύο παιδιά που υπηρετούν. Και υποστηρίζει κάτι ενδιαφέρον: πως οι στρατιώτες του Εθνικού Στρατού είναι πιο άτυχοι. Γιατί κανείς τους δεν επέλεξε να μακελεύεται με Ελληνες. Εκαναν τη θητεία τους την πιο καταραμένη στιγμή».

Χωρίς καλούς και κακούς

Στην ταινία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί...

Τα γυρίσματα μετράνε πάνω από μία εβδομάδα. Ηρωες δύο βοσκόπουλα από το Γράμμο, 15 και 17 χρόνων, που επιστρατεύονται από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις: ο Ανέστης (Χρήστος Καρτέρης) από τον Εθνικό Στρατό και ο Βλάσης (Γιώργος Αγγέλκος) από τον Δημοκρατικό. Τα δύο παιδιά γνωρίζουν καλά τα περάσματα της περιοχής.

Ξεκινώντας νωρίς νωρίς για το βουνό, κάναμε στάση σε μια μεγάλη αποθήκη στην Καστοριά, όπου κάθε πρωί ηθοποιοί και κομπάρσοι μεταμορφώνονται σε στρατιώτες: στολές, αρβύλες, δεκάδες όπλα -όλα σαμποταρισμένα πια, τα οποία παραχώρησε το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Ο οπλουργός της ταινίας, ο κ. Κουκιάς, μας δείχνει τα στερν, σμάιζερ, στάγιερ.

«Εσείς είστε του Εθνικού ή του Δημοκρατικού Στρατού;», ρωτώ κάποιους ηθοποιούς και μαθαίνω πως οι πρώτες μέρες των γυρισμάτων ήταν αφιερωμένες στους αντάρτες (που ενσαρκώνουν μεταξύ άλλων οι Βαγγέλης Μουρίκης, Βικτώρια Χαραλαμπίδου και Αννα Παρτσάνη). Αυτή όμως η εβδομάδα είναι του Εθνικού Στρατού...

Στον δρόμο βλέπεις τεράστια στέμματα ζωγραφισμένα στην άσφαλτο. Πιο κάτω, συνθήματα της Χρυσής Αυγής...

Η ταινία θα έχει σκληρές σκηνές μάχης. Η πολυπόθητη άδεια για τις εκρήξεις από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης έχει ευτυχώς δοθεί έγκαιρα, ενώ για τις πιο απαιτητικές σκηνές θα έρθουν ειδικοί από τη Βουλγαρία με μεγάλη εμπειρία σε αμερικανικες παραγωγές.

Πρόκειται, βέβαια, για ένα ανθρωποκεντρικό φιλμ, όπως όλες οι ταινίες του Βούλγαρη. «Δεν θέλησα να πάρω θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Θέλησα να κρατήσω μια στάση δικαιοσύνης και ισορροπίας», λέει ο ίδιος. «Με ενδιέφερε η μοίρα των απλών ανθρώπων. Πολλές από τις ιστορίες αυτές είναι πραγματικές.»

Και δικοί του, άλλωστε, άνθρωποι χάθηκαν και στα δύο στρατόπεδα: «Στα Δεκεμβριανά, ένας ξάδερφος της μητέρας μου σκοτώθηκε από τους αντάρτες κι ένας ξάδερφος του πατέρα μου έκανε 25 χρόνια φυλακή ως αριστερός. Αυτό που με ενδιέφερε είναι η γνώση του βαθύτερου ψυχισμού των Ελλήνων».

Ο προϋπολογισμός, μας ενημερώνει ο Γιάννης Ιακωβίδης, ο πολύτιμος παραγωγός αυτής της δύσκολης ταινίας, είναι δύο εκατομμύρια ευρώ. «Είναι μια απαιτητική ταινία εποχής, με πολλά εξωτερικά γυρίσματα». Και τα κοστούμια του Απόστολου Βέττα και τα σκηνικά της Λουκίας Χατζέλου πράγματι εντυπωσιακά στον ρεαλισμό τους.

Από το γύρισμα δεν θα μπορούσε να λείπει η Ιωάννα Καρυστιάνη, αφανής συνοδοιπόρος του Βούλγαρη στην πολυετή αυτή περιπέτεια.

«Η ανταπόκριση των ανθρώπων της περιοχής είναι απίστευτη», λέει η ίδια. «Αρχικά ήταν κουμπωμένοι. Το θέμα του εμφυλίου δεν συζητιόταν καν. Αλλά σιγά σιγά βγήκαν από το κέλυφός τους και με αφορμή την ταινία άρχισαν να συζητούν -ακόμα και μεταξύ τους. Δεξιοί και αριστεροί».

Ανάμεσα στους κομπάρσους συναντάς υλοτόμους, εκπαιδευτικούς, φοιτητές, εργάτες, συνοριοφύλακες, ενώ αλβανοί πετράδες έχτισαν τα πολυβολεία των ανταρτών στο Καζάνι. Κάποιοι φοιτητές ζήτησαν από τον Βούλγαρη να συμμετάσχουν κι αυτοί. Η κοτσίδα τους, όμως, ήταν ένα ζήτημα. «Δεν μπορούμε κάπως να το "κλέψουμε", κύριε Βούλγαρη;»

Κάποιος άλλος ενέπνευσε τον σκηνοθέτη για κάποιον ταγματάρχη του Εθνικού Στρατού. «Μα, είμαι χρόνια στέλεχος στο ΚΚΕ. Πώς θα κάνω τον δεξιό; Θα με κράξουνε! Θέλω να με βάλετε στους αντάρτες». Στο τέλος πείστηκε.

Η ανταπόκριση των ντόπιων είναι συγκινητική. Πίτες, τσίπουρα, αγριογούρουνα, σεντούκια με κειμήλια, φρούτα, ζυμωτό ψωμί. Ολοι κάτι φέρνουν για την ταινία.

Ο Γιώργος Αγγέλκος, ένας από τους δύο ήρωες, είναι ντόπιος και πηγαίνει ακόμα σχολείο. Είναι μόλις 17,5 χρόνων, μικροκαμωμένος, με πρόσωπο εκφραστικό και γαλαζοπράσινα μάτια. Τον εντόπισε η Βικτώρια Χαραλαμπίδου που έδειξε φωτογραφίες του στο σκηνοθέτη. «Ο ένας παππούς μου ήταν στον Εθνικό Στρατό και ο άλλος αντάρτης», μου αποκαλύπτει. «Αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο εδώ. Ενας θείος μου μάλιστα, αντάρτης, σκοτώθηκε. Αρχικά δεν ήξερα ποιο από το δύο παιδιά θα έπαιζα, αλλά περισσότερο ήθελα τον Βλάση, του Δημοκρατικού Στρατού. Ισως γιατί οι πιο πολλοί συγγενείς μου έτσι σκοτώθηκαν».

Και πώς ένιωσε γι' αυτό ο παππούς του του Εθνικού Στρατού;

«Του άρεσε. Σήμερα, αν μπορούσε δεν θα έπαιρνε μέρος σε αυτόν τον πόλεμο. Ηταν 19 χρόνων κι απλώς έκανε τη θητεία του. Σήμερα, δεν θέλει να μιλάει γι' αυτό.»

Το άλλο βοσκόπουλο, ο Χρήστος Καρτέρης, είναι 19 χρόνων, γιος στρατιωτικού, και σπουδάζει σε δραματική σχολή. Ο Βούλγαρης τον επέλεξε σε οντισιόν, κι εκείνος πέταξε από τη χαρά του.

«Ηταν το όνειρό μου. Για μένα αυτός ο άνθρωπος είναι η αφετηρία του κινηματογράφου στην Ελλάδα. Αλλά δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για τον εμφύλιο. Δεν διδάσκεται στα σχολεία. Αρχισα λοιπόν να διαβάζω μανιωδώς και να μπαίνω στο Ιντερνετ. Κι έμαθα πολλά. Ηταν μια σπαταλημένη εποχή».

Στην ταινία δραματοποιείται κι ένα συγκλονιστικό πραγματικό γεγονός: ένα βράδυ με χιονοθύελλα οι αντάρτες μπαίνουν στις σκηνές των αντιπάλων τους για να περάσουν το βράδυ. Οι στρατιώτες τούς κάνουν χώρο, αποδεχόμενοι σιωπηλά μια προσωρινή, ανομολόγητη ανακωχή. Το επόμενο πρωί οι αντάρτες φεύγουν ήσυχα, όπως ακριβώς ήρθαν. Και ο πόλεμος ξαναρχίζει...

Ο Βούλγαρης, όμως, κάνει το δικό του σχόλιο και στις βόμβες ναπάλμ -που λίγοι γνωρίζουν πως πρωτοδοκιμάστηκαν διεθνώς από τους Αμερικάνους τότε στο Γράμμο. Ο Βαν Φλιτ εμφανίζεται ενοχλημένος από τα πλήγματα των μόλις 15.000 ανταρτών εις βάρος των 180.000 στρατιωτών και διατάσσει τη ρίψη Ναπάλμ. Προς το τέλος της ταινίας ο κινηματογραφικός απολογισμός θα είναι εκατό απανθρακωμένα πτώματα...

«Προσπάθησα να καταλάβω, πρώτα εγώ ο ίδιος, τι συνέβη σε μια περίοδο που ακόμα δεν έχει φωτιστεί», λέει ο Π. Βούλγαρης για το τόσο συναρπαστικό αυτό θέμα που ακόμα παραμένει ταμπού. Και το οποίο κάποιοι θεωρούν εκτός μόδας...

«Τι τα αναμοχλεύεις; Μου το έλεγαν και για τις "Νύφες" και για τα "Πέτρινα χρόνια". Κι όμως, αν κάτι έχει κινηματογραφικό ενδιαφέρον, μπορεί να έχει μεγάλη απήχηση. Και επαληθεύτηκα, αν όχι πάντα, πάντως αρκετές φορές...».

Τα γυρίσματα θα διαρκέσουν έως τα μέσα Νοεμβρίου και η ταινία θα προβληθεί μέσα στο 2009, εξήντα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου...

Ο δικός μας άνθρωπος

Της ΒΕΝΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Δώδεκα χιλιάδες μουσκεμένοι θεατές όρθιοι στις κερκίδες της Επιδαύρου φώναζαν ρυθμικά το όνομα ενός καλού ανθρώπου. Δεν ήταν συνεννοημένοι. Μπορεί και να μην το είχαν συνειδητοποιήσει ότι ακριβώς γι' αυτό το λόγο είχαν πάρει το δρόμο για την Επίδαυρο εκείνο το βροχερό Σαββατιάτικο απόγευμα της 8ης Ιουλίου 1995: Για να εκφράσουν φωναχτά την αγάπη τους σε κάποιον, που θα ντρεπόταν να την ακούσει χαμηλόφωνα από τον καθένα χωριστά.

Ετρεχε πάντα πολύ ο Θανάσης. Πού να τον προλάβεις να του σφίξεις το χέρι, να του δώσεις ένα φιλί στο μάγουλο. Εκεί όμως, στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, το ξέχειλο κοίλο τού την είχε στημένη. Με πρόφαση την παρθενική του εμφάνιση στην αρχαία κωμωδία, στο ρόλο του Τρυγαίου της «Ειρήνης», ο κόσμος του τα 'πε μια και καλή και ηρέμησε. Σ' αγαπάμε κι ας μην το παίζεις λαϊκό είδωλο. Σ' αγαπάμε γιατί δεν το παίζεις λαϊκό είδωλο. Ποιος είπε ότι η ηθική του κοινού καταστράφηκε ολοσχερώς από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς της τηλεόρασης;

Πρόσωπο της χρονιάς, λοιπόν, ο Θανάσης Βεγγος. Διότι -λένε αυτοί που έχουν καλή μνήμη- ποτέ πριν δεν έχει συμβεί κάτι ανάλογο στην Επίδαυρο. Κι έχουν κι αν έχουν περάσει από την ορχήστρα της μεγάλοι ηθοποιοί. Επί είκοσι καλοκαίρια έκανε ό,τι μπορούσε για να καθυστερήσει την αποθεώσή του. Αρνιόταν πεισματικά να πει το «ναι» στην αττική κωμωδία, γιατί δεν πίστευε ότι θα τα κατάφερνε. Αυτός που βρήκε τα κατάλληλα επιχειρήματα και τελικά τον έπεισε ήταν ο Γιώργος Μιχαηλίδης του «Ανοιχτού Θεάτρου». Οχι ότι του αφαίρεσε εντελώς τους φόβους του. Ο Θανάσης Βέγγος, ένας χριστιανός με τα όλα του, αισθάνθηκε την ανάγκη να καταφύγει λίγο πριν την πρεμιέρα στούς αρχαίους θεούς: «Οι θεοί της Επιδαύρου να βάλουνε το χέρι τους. Μου είναι αδύνατο να συμμαζέψω το φοβερό άγχος μου. Πάντα είχα φόβο, αγωνία και τρακ σε κάθε πρεμιέρα στο ""Δελφινάριο''. Διάβολε, στην Επίδαυρο τι πρέπει να 'χω. Πανικό νομίζω».

Τα παραπάνω δεν είναι «λόγια» του Θανάση Βέγγου. Είναι λέξεις του γραμμένες σε ένα κομμάτι χαρτί. Υπάρχει διαφορά. Ο καλός μας ηθοποιός εξακολουθεί να είναι του... «βωβού κινηματογράφου», όπως ο ίδιος λέει. Πήρε κάποτε την απόφαση να σιωπά και να αρνείται οποιαδήποτε επικοινωνία με τους ανθρώπους του Τύπου, που θα μπορούσε να γεννήσει κάτι παραπάνω από παράγραφο σε εφημερίδα ή περιοδικό.

«Δεν αποφεύγω τους δημοσιογράφους. Τον Βέγγο αποφεύγω από το 1981 και μετά», μου είχε πει πριν δυόμισι χρόνια. Κι αυτήν την απόφαση δεν την άλλαξε ούτε για χάρη των δημοσίων σχέσεων της πρώτης του αριστοφανικής παράστασης. Ετσι κι αλλιώς δεν τις είχε ανάγκη. Κανένας λοιπόν, δεν δικαιούται να θεωρεί ότι ξέρει ακριβώς τι κρύβεται πίσω από την περίεργη για τα ελληνικά δεδομένα στάση του Θανάση Βέγγου. Η λέξη σεμνότητα δεν ταιριάζει στο πάζλ. Αφήνει κενά. Το ίδιο και η πίκρα του για τον τρόπο που τελείωσε η κινηματογραφική του καριέρα, αυτήν που ο ίδιος είχε αρχίσει με χίλιους κόπους να κτίζει. Κι ας είναι δεδομένη. Δεν την έκρυψε ποτέ. Δεν είναι και λίγο πράγμα να έχεις ένα προσωπικό όραμα για μια λαϊκή κωμωδία, να τη στηρίζεις ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτης και παραγωγός, και ξαφνικά να τη βλέπεις να καταρρέει.

Υπάρχει όμως, η εξής αντίφαση. Οσο περνούσαν τα χρόνια, όσο ο Θανάσης Βέγγος εξακολουθούσε να ζει απομονωμένος και να απέχει από κάθε κινηματογραφική δραστηριότητα τόσο το πρόσωπό του άρχισε να φωτίζεται διαφορετικά. Πρώτα οι κριτικοί και μετά το κοινό, συνειδητοποιούν ότι ο Θ.Β. - πράκτωρ 000 δεν είχε απλώς γέλιο να τους προσφέρει. Οι αραιές τηλεοπτικές εμφανίσεις του κάνουν ακόμη πιο έντονη την αίσθηση της απώλειας. Η σύγκριση με τις ταινίες του είναι αναπόφευκτη. Τόσο που ο Χρήστος Βακαλόπουλος, σε ένα κείμενο για τον Θανάση Βέγγο με τίτλο «Η μοναξιά του κωμικού μακρινών αποστάσεων», που έγραψε πολύ πριν αποχαιρετήσει τη ζωή, έφτασε στο σημείο να διαβάσει στο πρόσωπό του «πόσο θλιμμένος και ιδιαίτερα μόνος» ήταν. Δεν ξέρω αν είχε διαβάσει το κείμενο του Βακαλόπουλου ο Παντελής Βούλγαρης.

Οταν όμως, παρασύρει τον καλό του φίλο Θανάση και πάλι σε μια κινηματογραφική περιπέτεια, του δίνει το ρόλο ενός συνταξιούχου ναυτικού, που δεν τρέχει, δεν αγχώνεται και δεν γελά με τον παράλογο κόσμο. Ενα δραματικό, χαμηλόφωνο ρόλο. Ο καλύτερος Βέγγος και ο καλύτερος Βούλγαρης έκαναν το 1991 τις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» να αντηχούν στις καρδιές μας με το μελαγχολικό ήχο μιας μουσικής του Χατζιδάκι. Εκαναν και τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο να γράψει: «Το βλέμμα του ώριμο, κουρασμένο, γλυκό και πικρό, πάντα θερμό, είναι σαν μαρτυρία μιας νέας, πιο δύσκολης φάσης της ζωής μας». Και ξαφνικά, ο Θανάσης Βέγγος έρχεται πάλι κοντά μας. Είναι αδυνατισμένος, τα μαλλιά του έχουν κάπως ασπρίσει, έχει περάσει τα 65 χρόνια του. Το νέο του πρόσωπο καθόλου δεν μας ξενίζει. Ούτε κι εμείς είμαστε πια παιδιά. Η δικιά του αλλαγή μάς προκαλεί το ίδιο δέος με τη δικιά μας. Μια νέα επαφή, πιο σίγουρη από ποτέ, κτίζεται ανάμεσά μας. Από μακριά πάντα. Χωρίς πολλά λόγια. Μαζεύουμε μόνο πληροφορίες από εκείνους τους τυχερούς που δουλεύουν μαζί του.

Τον Πατρίς Βιβάνκος, για παράδειγμα, που μετά τον Παντελή Βούλγαρη βάσισε πάνω στον Θανάση Βέγγο το αίσθημα της ταινίας του «Ζωή χαρισάμενη». Αίσθημα ταξιδιού, μοναξιάς, γηρατειών, θανάτου, εξορίας. Πόσο τη στήριξε ο Βέγγος την ταινία τού τόσο νεότερού του σκηνοθέτη. Αφέθηκε στα χέρια του, κι ας είχε μέσα του λύσεις και απόψεις για όλα τα προβλήματα, για όλες τις κινήσεις της κάμερας. Ταξίδεψε μέχρι την Κολομβία. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί αυτή η ταινία δεν μπόρεσε να νικήσει την αδράνεια του κοινού απέναντι στόν ελληνικό κινηματογράφο. Και μετά ήρθε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Στιβαρός, αποφασιστικός και σίγουρος, ολοκληρώνει στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» την νέα εικόνα του Θανάση Βέγγου: απελπισία, κυνικότητα, αλλά και τρυφερότητα ενός ταξιτζή που συνομιλεί με την παγωμένη φύση και προφέρει στίχους με την ίδια άνεση που στρώνει μια κουβέρτα στά πόδια του επιβάτη του. Μα δεν θα ξανατρέξει ποτέ πια ο Θανάσης Βέγγος μπροστά στις κάμερες; Ακόμη και ο Γιάννης Σολδάτος, που σέβεται τόσο την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, δραματικό ρόλο τού επιφύλαξε στην τηλεταινία «Βήματα», που θα δούμε του χρόνου στην ΕΤ-2. Τι πειράζει; Φτάνει να αλωνίσει και πάλι την Επίδαυρο. Φτάνει να τον σκηνοθετήσει ο Παντελής Βούλγαρης στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Φτάνει που είμαστε παρόντες στο δεύτερο υπέροχο κεφάλαιο αυτού του λαμπρού ηθοποιού.

Ο Κορυδαλλός τίμησε τον Θανάση Βέγγο
Αξιος της αγάπης μας

Ο «καλός μας άνθρωπος», ο «άνθρωπος παντός καιρού», ο Θανάσης Βέγγος... στον Κορυδαλλό. Αυτό κι αν είναι είδηση, μέρες που ζούμε! Οχι στη «στενή» του, αλλά 150 μόλις μέτρα από... Κουφοντίνες, Γιωτόπουλους, Ξηρούς κ.ο.κ., στο όμορφο ανοιχτό -κατάμεστο για την περίσταση- αμφιθέατρο που βαπτίσθηκε παίρνοντας το όνομά του.

Δευτέρα βράδυ, όταν ο καιρός αίφνης «άνοιξε» για να τιμηθεί ένας ηθοποιός, που αν «έγραψε» στα -50 και- χρόνια πλούσιας πορείας του, «έγραψε» για το ήθος του και την ανεξάντλητη, χρόνια τώρα, σεμνότητά του...

«Την τρίτη γαστρορραγία θα την πάθω», έλεγε στη σύζυγό του κατευθυνόμενος, μέσα στο άγχος, στον Κορυδαλλό. «Γολγοθά» χαρακτήριζε, λίγο αργότερα, τρέμοντας στα παρασκήνια του θεάτρου, όπου έσπευσε -αμέσως μετά την άφιξή του προς αποφυγή των τηλεοπτικών συνεργείων- την τιμή που επρόκειτο να του γίνει απ' τη δημοτική αρχή Κορυδαλλού.

«Αυτή η γιορτή είναι για σας, όχι για μένα», συμπλήρωνε, αναψοκοκκινισμένος, ο σεμνός ΘουΒου. Ο οποίος, κατευθυνόμενος προς την πρώτη σειρά των κερκίδων, εισέπραττε τα αλλεπάλληλα «άξιος» του κοινού, που τον επευφημούσε.

Κι όταν πολύ πολύ αργότερα, έπειτα από σειρά θεατρικών σκετς, χορευτικών κ.ά. (σε σκηνοθετική επιμέλεια Κλεάνθη Δανόπουλου), που τρενάριζαν την ομαλή ροή της τιμητικής εκδήλωσης, αγχώνοντας περισσότερο τον «καλό μας άνθρωπο» και κουράζοντας μερίδα του κοινού που σιγά σιγά αποχωρούσε, πήρε επιτέλους το λόγο, ο Θανάσης Βέγγος «έσπασε» από τη συγκίνηση.

Με κλάματα

Η φωνή του κλονίστηκε και ο ίδιος ξέσπασε σε κλάματα στη σκέψη, όπως είπε, πως έπειτα από χρόνια ο εγγονός του Θανασάκης θα περνά από το θεατράκι και θα βλέπει το όνομά του.

«Εχω τραβήξει πολύ κουπί στη ζωή μου», αποκάλυπτε, κάποια στιγμή, με τη γνωστή λακωνικότητά του, υπό τα χειροκροτήματα του όρθιου κοινού.

«Είμαστε εδώ, ο Κούνδουρος, ο Κατσουρίδης, η Φόνσου. Εχω μια ιδέα: Να κάναμε μια ταινία "Θου Βου εναντίον Κουφοντίνα"» πρότεινε, νωρίτερα, ο Γιώργος Λαζαρίδης, για να ξεσπάσουν, και πάλι, όλοι σε χειροκροτήματα. «Το σενάριο θα το 'γραφε η ζωή...»...

Ο Νίκος Κούνδουρος προτίμησε να σιωπήσει παρά να μιλήσει για έναν καλλιτέχνη που δεν έκανε την «παραχώρηση» στη ζωή του να δώσει ούτε μία συνέντευξη. Που δεν «έκλεισε» ποτέ το μάτι του στα μαυλιστικά μέσα, που δεν υπήρξε, μολονότι δημοφιλής, ποτέ του αγοραίος...

Ο Γιώργος Λαζαρίδης, αντιθέτως, τόνισε πως για τον Θανάση Βέγγο θα μπορούσε κανείς να μιλά ώρες, θα μπορούσε να μιλά μέρες, θα μπορούσε να μιλά μήνες.

«Του χρωστάμε πολλά»

«Το πιο ωραίο πράγμα είναι που ονομάζεται αυτό το θεατράκι Θανάσης Βέγγος», διαπίστωνε και η Αννα Φόνσου, η οποία, στα πλατό γυρισμάτων ταινιών, είχε να κάνει με έναν «Θανάση πολύ διαβασμένο, πολύ οργανωμένο και σοβαρό».«Ο ελληνικός κινηματογράφος χρωστά πολλά στον Θανάση Βέγγο, τη Βουγιουκλάκη, τη Λαμπέτη», κατέληξε.

Η Εφη Ροδίτη, στη συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία της, αναφέρθηκε στο πάθος του Βέγγου για την τελειότητα. Μα πάνω απ' όλα στην ανθρωπιά του...

Ο Ντίνος Κατσουρίδης μνημόνευσε το τιμητικό αφιέρωμα που έκαναν στον ίδιο και στον Βέγγο, το καλοκαίρι, στο χωριουδάκι Σταφιδόκαμπος. Ο Βέγγος δεν μπόρεσε να παραστεί. Γύρω, όμως, στα 150 πιτσιρίκια, «μαρίδα» 5 ώς 10 ετών, όλη την ώρα ρωτούσαν «μα, πού είναι ο Βέγγος;».Αυτά για το πάλαι ποτέ «παιδί για όλες τις δουλειές», που κυνήγαγε το μεροκάματο, σύμφωνα με τον Κατσουρίδη, ενώ ο Δήμος Αβδελιώδης, ανακοίνωνε ότι πρόκειται να γυρίσει την «Τρικυμία» του Σέξπιρ, με πρωταγωνιστή τον Θανάση Βέγγο...

Παρόντες, στην εκδήλωση για έναν άνθρωπο που ποτέ δεν έστρεψε τους προβολείς της δημοσιότητας επάνω του παρά μόνο για ό,τι είχε να κάνει με τη δουλειά του, ο Γιάννης Σολδάτος. Και βεβαίως ο δήμαρχος Κορυδαλλού, Στέφανος Χρήστος.
ΙΩ. ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ από enet