Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Όταν τα καλαμπούρια κάνουν πολιτική


Είναι αδύνατο πλέον να ασκήσει κανείς κριτική στη κυβέρνηση. Με τις χθεσινές του παρεμβάσεις ο πρωθυπουργός έδειξε αποφασισμένος να τρελάνει τον ελληνικό λαό, αφού προηγουμένως δοκίμασε να τρελάνει την διεθνή κοινότητα. Δεν βγάζεις πλέον άκρη, δεν μπορεί να καταλαβαίνει αυτά που διαβάζει, εκτός αν συνειδητά αγωνίζεται να διαστρέψει, πέραν της γενικής πραγματικότητας και τα επιμέρους πολιτικά σημαινόμενα. 
Το τελευταίο, αν συμβαίνει, είναι τερατώδες ....
και δεν το χωράει ο νους μου, καθώς οδηγεί σε απόλυτη σύγχυση και σε ένα φριχτό πολιτικό τέλος την μεταπολίτευση. Θα γεννήσει απολιτικές αντιδράσεις και θα καταλήξει στον απόλυτο διασυρμό, όχι μόνον της πλουραλιστικής δημοκρατίας, αλλά και της ίδιας της πολιτικής επικοινωνίας και πρακτικής.

Όπως και να έχει, το συμπέρασμα είναι ότι τα καλαμπούρια πια προφασίζονται ότι κάνουν πολιτική και είτε θα κάνεις καλαμπούρι στα καλαμπούρια, είτε θα σιωπήσεις, βιώνοντας την φρίκη του τέλους μιας εποχής απύθμενου λαϊκισμού και ελεεινής διαστροφής της πολιτικής. Φτάσαμε στο σημείο οι πρωθυπουργοί και η πολιτικο-επιχειρηματική τάξη που εκπροσωπούν, να θεωρούν ότι η προπαγάνδα και η απόλυτη σημειολογική αυθαιρεσία στον λόγο μπορούν να αντικαταστήσουν την πολιτική σκέψη και συνάρτηση, την επιστήμη και εν τέλει οποιαδήποτε μορφή λογικής. Αφού χρεοκόπησαν την χώρα αποφάσισαν να δολοφονήσουν την σχέση σημαίνοντος-σημαινομένου που δίνει νόημα στην ζωή. Τα σημαινόμενα και κυρίως η σχέση σημαίνοντος-σημαινομένου που αναπαριστά ο λόγος του κ. Παπανδρέου, δεν έχουν καμία σχέση με την εμπειρία, τόσο την καθημερινή όσο και την επιστημονική. Αυτό το στυλ πολιτικής παρουσίας καταστρέφει στην ρίζα της κάθε μέθοδο κατανόησης του πολιτικού φαινόμενου (συμπεριλαμβανομένης και της οικονομίας ασφαλώς), ισοπεδώνει τις σχέσεις  εξουσίας και ουδετεροποιεί απολύτως το κυβερνητικό διακύβευμα. Κάνει, με άλλα λόγια, αντιπολιτική.

Άρα οι συνεργάτες του πρωθυπουργού, αν ήθελαν να είναι συνεπείς στην διατύπωση των συνθημάτων τους, θα έπρεπε, αντί για το «οι αντιεξουσιαστές στην εξουσία», να του γράψουν να πει «οι αντιπολιτικοί στην εξουσία». Δυστυχώς εδώ οδήγησαν τα βήματα του Γιώργου Παπανδρέου στην προσπάθειά του να ακολουθήσει τον τέταρτο δρόμο της παγκόσμιας διακυβέρνησης των χρηματιστών: στην ύβρι της πολιτικής. Σε ότι αφορά στο στυλ του πολιτικού λόγου, φτάσαμε, όσοι προτείνουμε μια ριζοσπαστική, αγωνιστική πλουραλιστική δημοκρατία, να είμαστε μειοψηφία. Η επιδείνωση της κοινωνικής κρίσης δυστυχώς τροφοδότησε με μπόλικη καύσιμη ύλη τον αριστερισμό, τον φασισμό, τον οικονομισμό και τον κυνικό νεοφιλελευθερισμό στα κατ’ όνομα μόνο πολιτικά πράγματα της χώρας μας.

Μην βιαστείς να χλευάσεις την προσέγγιση αυτή, φίλε αναγνώστη και δώσε βαρύτητα στην έννοια του στυλ στην πολιτική, καθώς αυτό καθορίζει την ποιότητα των σχέσεων εξουσιαστών-εξουσιαζομένων. Ούτε να αναγάγεις την σημασία του στυλ στο επίπεδο της αμπελοφιλοσοφίας, όπως θα κάνει σίγουρα η κ. Παπαρήγα, η οποία δεν ευτύχησε να μάθει ότι και ο Λένιν κυριάρχησε και ευδοκίμησε κυρίως λόγω στυλ, και όχι απλώς  πανουργίας, γερμανικής επιτηδειότητας, επαναστατικού ταμπεραμέντου ή επειδή προκαλούσε σοκ και δέος στα πλήθη, με την παρουσία του. Ας το αφήσουμε όμως αυτό, καθώς το θέμα μας δεν είναι ο Λένιν, αλλά το στυλ στην σημερινή πολιτική σκηνή της Ελλάδας.

Το στυλ στην πολιτική δεν είναι η μορφή άσκησης της εξουσίας, ή απλώς ο ανθρωπομορφισμός των σχέσεων εξουσίας που δομούνται στην συγκυρία -  πόσο μάλλον το στυλάκι που υιοθετεί ένας ηγέτης για να προβάλλει την αναφερόμενη ταυτότητά του - αλλά ο συγκεκριμένος τρόπος που τα εξουσιαστικά σημαίνοντα  εντός του πολιτικού λόγου, η πολιτική και διοικητική πρακτική, οι θεσμοί κλπ. παράγουν μήνυμα μέσω κοινωνικών σημαινομένων (ατομικό και συλλογικό συμφέρον, κέρδος ή απώλεια, και όλα όσα προσδιορίζουν την ταξική συνείδηση, την κοινωνική συνείδηση και την εθνική συνείδηση). Όταν υπάρχει σαφές στυλ στην πολιτική, τότε το εξουσιαστικό μήνυμα είναι λειτουργικό. Δεν μπορεί δηλαδή να επιχειρεί ο κ. Παπανδρέου τα σημαινόμενα του προεκλογικού του προγράμματος, που αναπαριστούσαν μια άλλη πραγματικότητα για την χώρα, να τα συνδέει με τα σημερινά σημαίνοντα που είναι το προϊόν της χρεοκοπίας, την οποία «υπέγραψε» με το μνημόνιο. Άλλα πράγματα σήμαινε για την κοινωνία το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και άλλα η σημερινή ρητορεία και πρακτική των κυβερνώντων.

Αν δεν υπάρχει σαφές και συνεκτικό πολιτικό στυλ, τότε οι κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με το χάος. Για να είναι λειτουργική, δηλαδή, μια οποιαδήποτε εξουσιαστική δομή θα πρέπει να διακρίνεται από περισσότερο ή λιγότερο συνεπές στυλ. Κάθε σημαίνον να αναπαριστά ένα συγκεκριμένο σημαινόμενο, σύμφωνα με κάποια πολιτική μεθοδολογία. Δεν μπορεί για παράδειγμα να λες ότι θα αναδιαρθρώσουμε την χώρα και όχι το χρέος, τη στιγμή μάλιστα που γνωρίζεις ότι η ΕΚΤ άφησε τα ομόλογα σου να «ναυαγήσουν» στα αζήτητα και σε οδηγεί πλέον σε υποχρεωτική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της χώρας. Δεν μπορεί να διαστρέφεις το κρίσιμο σημαίνον της αναδιάρθρωσης με ένα απολύτως υπερβατικό στυλάκι και να αναφέρεσαι στην αναδιάρθρωση των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων σαν η χώρα να μην βρίσκεται υπό καθεστώς χρεοστασίου, αποκλεισμένη από τις αγορές και πλέον από την ΕΚΤ. Αυτό το δήθεν άνετο, αλλά μη συνεκτικό στυλ Παπανδρέου προκαλεί ανασφάλεια στους πάντες, καθώς, εάν η εσωτερική υποτίμηση που έχει επιλέξει δεν οδηγήσει σύντομα σε ογκώδεις επενδύσεις, η χώρα θα αναγκαστεί, αφού αρνείται την ριζική αναδιάρθρωση χρέους, να προχωρήσει σε εξωτερική υποτίμηση με την έκδοση εθνικού νομίσματος.
Μόνον το ισχυρό στυλ, αυτό δηλαδή που συστήνει μια τάξη πραγμάτων εμπειρικά επιβεβαιωμένη ή/και εμπειρικά διαπιστούμενη, παράγει συνεκτικό κοινωνικό μήνυμα, με το οποίο μπορούμε να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε, να νοιώθουμε ή να εκτιμούμε ότι μας συμφέρει ή όχι. Αν δεν υπάρχει τέτοιο στυλ τότε δεν εμφανίζεται απλώς η όποια επιμέρους πολιτική (ή καλύτερα ευκαιριακά μέτρα και μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων) ως απειλή για συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, αλλά η ίδια η εξουσιαστική δομή στο σύνολό της ως κίνδυνος για ολόκληρη την κοινωνία. Εδώ βρισκόμαστε σήμερα.

Ο λόγος του Γιώργου Παπανδρέου διακρίνεται από ένα μη-πολιτικό στυλ. Είναι απλώς ένα στυλάκι εξουσίας και γι’ αυτό ακριβώς επιχειρεί ο ίδιος να του δώσει την μορφή ενός δήθεν αντιεξουσιαστικού λόγου. Τα στυλάκια είναι αυθαίρετα και δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να μεταβάλλονται διαρκώς, παίζοντας ένα «κοινωνικό θέατρο σκιών» στην κεντρική σκηνή της πολιτικής. Το στυλάκι αυτό-ορίζεται μέσω των μηχανισμών προβολής του και του σχετικού μάρκετινγκ και δεν προσδιορίζεται από τις κοινωνικές ορίζουσες της σχέσης σημαίνοντος-σημαινομένου. Δεν αναφέρεται σε κάποια τάξη πραγμάτων, αλλά παρεμβαίνει για να ακυρώσει με την προβαλλόμενη μοναδικότητά του οποιαδήποτε τάξη. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μία προσπάθεια να δημιουργεί ο φορέας του μία πρόσκαιρη εικονική πραγματικότητα, που θα ταιριάζει στην αναφερόμενη ταυτότητά του.

Με δύο λόγια, ο λόγος του κ. Παπανδρέου μοιάζει να προέρχεται από το εργαστήριο κάποιου στυλίστα της επικοινωνίας και δεν δομεί μήνυμα στο πλαίσιο ενός σαφούς πολιτικού στυλ που ορίζει σύμφωνα με τα εμπειρικά δεδομένα την σχέση σημαίνοντος-σημαινομένου σήμερα στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Είναι σαν το μήνυμα να προσπαθεί να υπερβεί την ίδια την discourse που το ορίζει. Αυτό καταλήγει το μήνυμα να μην προκύπτει από τον λόγο του φορέα του, αλλά από την παρουσία του και μόνο. Το μήνυμα, δηλαδή, της αλλαγής και της αναδιάρθρωσης στο οποίο αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός, σχηματίζεται αποκλειστικά στο πρόσωπό του. Ή, αν προτιμάτε, καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του. Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο της ομιλίας του, αλλά το συμπέρασμα ότι η χώρα δεν μπορεί να ακολουθήσει άλλο δρόμο, ούτε θα μπορούσε να έχει άλλες επιλογές πέραν αυτών που έχει δρομολογήσει ο Γιώργος Παπανδρέου. Το μήνυμα της αλλαγής και της προόδου είναι ο ίδιος και όχι ο πολιτικός φορέας του οποίου ηγείται. Η ανάδραση αυτής της σχέσης οδηγεί στην εγκατάλειψη κάθε ιδέας δημιουργίας πολιτικού στυλ, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί αναπόδραστα τον πρωθυπουργό να ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με ένα στυλάκι άσκησης εξουσίας, το οποίο δεν έχει ανάγκη να δικαιολογήσει την αιτιότητά του.

Ορίζοντας απολύτως αυθαίρετα και αντιφατικά την σχέση σημαίνοντος-σημαινομένου, νομίζει ότι φτιάχνει έναν κόσμο όπως τον επιθυμεί. Στο τέλος ζει μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα που προκαλεί ως αποτέλεσμα η άσκηση της πραγματικής πολιτικής. Έτσι το πολιτικό καλαμπούρι δοξάζεται και προκαλεί εικονικά έναν αυτο-επιβεβαιούμενο μύθο. Μόνον που ο μύθος αυτός είναι ικανός, αργά ή γρήγορα, να οδηγήσει σε κοινωνικό χάος. Θα φτάσουμε σε ένα σημείο απόλυτης ανικανότητας να συνεννοηθούμε. Οι λέξεις στην πολιτική από μόνες τους δεν θα έχουν κανένα νόημα και δεν θα ψάχνεις μέσα από την πολιτική πρόταση για να βγάλεις νόημα για δράση, αλλά τελικά θα καταλήξεις να ακολουθείς τα βήματα ηγετών και ηγετίσκων που αυτοσχεδιάζουν μια ασυναρτησία. Αυτό είναι το κόλπο του νέου αυταρχισμού στον κόσμο μας, που αυτήν την στιγμή δεν βλέπω πολλούς στην χώρα μας να το αντιλαμβάνονται και να προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν με μεθοδολογικά συνεπή πολιτική δράση και όχι με γιαούρτια και αυγά, ή μέσω μιας ψευδο-επαναστατικής ρητορείας που δήθεν θα οδηγήσει στην ανατροπή του πολιτικού συστήματος.

* διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία