Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Τι είν” η πατρίδα μου;

Τι είν” η πατρίδα μου; Μην είναι η Αμφίπολη και οι εκπρόσωποι Τάφων ενδόξων νεκρών παρελθόντων; Μην είναι ελληνικά πόδια να πληκτρολογούν ολημερίς και να κλωτσάνε τους μαυριδερούς που ήρθαν να μολύνουν τα πεντακάθαρα νερά του έθνους;

Μην είναι στη Βουλή οι αόρατοι πρωθυπουργοί και ο θεσμικός εξαίσιος θίασος και οι ΠΝΠ και η αέναη κατάστασις εκτάκτου ανάγκης;

Μην είναι που στο κρατικό κανάλι καθαρίστριες επιτίθενται στα ηρωικά ΜΑΤ και απεργοί της Κυριακής αρνούνται να δουν την πρόοδο που επιτάσσει το «τι κάνουν στην Ευρώπη», όπως το παραμύθι αυτό διηγείται ο προφανώς...
αρμόδιος και ειλικρινής πανελίστας;

Μην είναι το κομμουνιστικό τέρας και ο αντεξουσιαστής τρομοκράτης που μας απειλούν απ” τις οθόνες και από τα βήματα καλοχτενισμένων εκπροσώπων και τα ευφάνταστα ελληνοπρεπή στατιστικά, όπου πχ το 43 είναι μεγαλύτερο από το 57, αν έτσι επιτάσσει το εθνικό συμφέρον;

Μην είναι, λες, αγκυλωτοί σταυροί και Φοίνικες κρυμμένοι κάτω από κράνη και εξαρτύσεις και μυαλά των που λένε πως μας κρατάνε ασφαλείς;

Μην είναι δικαστές σοφοί και δικαιοπλάστες και πατριώτες, που για δικαιώματα αναγνωρίζουν πια μόνο τα των δικών τους – μην τυχόν και κινδυνέψει η πατρίς;

Μην είναι δουλοκτήτες και φασίστες στα φραουλοχώραφα και στα καφενεία να διατείνονται πως «οι Έλληνες δεν είναι ναζί και ρατσιστές» κι ας κάνουν τρισάγιο στο Μελιγαλά, κι ας τους βρωμάνε οι περίεργες μυρωδιές από τη διπλανή κουζίνα, ας ψηφίζουν Βορίδη κι ας ψιθυρίζουν στους αστυνομικούς «παιδιά είμαι δικός σας»;

Μην είν” η πατρίδα μου εθνικοί εργολάβοι με κρατικά λεφτά και ευεργέτες εφοπλιστές που το Έθνος απαλλάσσει από τους φόρου λόγω ευδοκίμου υπηρεσίας και υπάρξεώς τους και ρασοφόροι με βλέμματα σκληρά να στριγκλίζουν σε άψογη χουντική καθαρεύουσα με μίσος, οι κήρυκες της αγάπης, εναντίον «σακάτηδων», επιστημόνων, ομοφυλόφιλων, και με πάθος υπέρ πατρίδος και των φυλάκων της;

Κυρίως, μην είν” η πατρίδα μου τα ΜΑΤ; Αυτά τα ΜΑΤ, που “ναι παντού; Στους δρόμους, σε γωνίες, σε φούρνους, έξω από κανάλια και υπουργεία, δικαστήρια, σχολεία και γήπεδα και στρατόπεδα συγκέντρωσης δίπλα σε σπίτια αδιάφορων γειτόνων. ΜΑΤ σε πόλεις, χωριά, σε δάση, σε βουνά, σε ακτές και σε λιμάνια.

Εσχάτως πια, ΜΑΤ και ζωσμένοι αλεξίσφαιρα μπράβοι να κάνουν πόρτα στα Πανεπιστήμια μην τυχόν και περάσει καμιά γνώμη απρεπής, εκτός γραμμής και ακαταλλήλως ενδεδυμένη, κάποιο χαμόγελο μη εγκεκριμένο, σε πρόσωπο ρυπαρό, με γένια και μαλλιά – μη επαρκώς ελληνοπρεπές- κάποια ιδέα που δε φέρει την αλυσίδα να τη συνδέει με τη σιδηρά μπάλα της αγοράς.

Πορτιέρηδες συνοφρυωμένοι, μην τυχόν πατήσει μαυριδερό μη ελληνικό πόδι το σεπτόν ιερόν της Σχολής και σκανδαλιστούν οι διδάσκαλοι του Νόμου, κι ας μην εσκανδαλίσθησαν που ο Νόμος που διδάσκουν βιάζεται τέσσερα χρόνια τώρα, άγρια και κατ” εξακολούθηση.

Ίσως, οι σεβάσμιοι αυτοί ακαδημαϊκοί να μην άκουσαν κάτι για την κοινωνία εκτός των πυλών του ιδρύματος, χωμένοι στις μελέτες τους – μα για τον Νόμο; Κάτι θα πήρε το αυτί τους. Μα προέχει ο πορτιέρης που είναι η πατρίδα μου, να επιβλέπει μην τυχόν αναρτηθεί αφίσα που δεν θα καλεί για PARTY!! (με τα όλα προβλεπόμενα θαυμαστικά, τα αγγλοπρεπή κλισέ και όλους τους προβλεπόμενους εικονιζόμενους κώλους) αλλά σε συζήτηση και σκέψη και ίσως πορεία αντιφρονούσα.

Είν” η πατρίδα μου τα ΜΑΤ και οι κλούβες που λιγότερο πριν από δέκα χρόνια μας φαινόταν περίεργο να είναι σταθμευμένες σε κάθε γωνιά, πλην των ημερών επαναστατικής γυμναστικής.

Κι όμως, συνηθίσαμε την εικόνα τη σιδερόφρακτη, με μπάτσους και φύλακες ζωσμένους φισεκλίκια και κραδαίνοντες αυτόματα και γκλομπ, παντού μπροστά μας.

Όλα αυτά είναι η πατρίδα μου, και ακόμα κι άλλα τόσα, ένα μεγάλο παρανοϊκό στρατόπεδο, με Αλφαμίτες και καραβανάδες, γεμάτο φαντάρους ιδιόμορφους που μπορεί να γκρινιάζουν στην σκοπιά, μα ούτε που διανοούνται να κάνουν μαντραπήδα.

Κι ας είναι η πύλη ξεκλείδωτη. Κι ας τη φυλάνε οι ίδιοι. Οι πιο γκρινιάρηδες και ονειροπόλοι από δαύτους μπορεί να διαμαρτύρονται για το συσσίτιο πού και πού, να τραγουδούν με μια κιθάρα τα ηλιοβασιλέματα που πέφτουν πίσω από τα σύρματα.

Αλλά κι αυτοί, μαζί με όλους, έχουν ξεχάσει πως υπήρχε κάποτε ζωή κι έξω από το συρματόπλεγμα, κι έφτασαν να θεωρούν ελευθερία το να κράζουν τους καραβανάδες και να εκλέγουν κάθε τόσο από δαύτους εκείνους που θα κάνουν τους δεκανείς αλλαγής στην επόμενη υπηρεσία.

Όλα αυτά είναι η πατρίδα μου.

Γι” αυτό και σε αποχαιρετάει στην πύλη εξόδου της με προβλεπόμενο, ταιριαστά χουντικό, στολισμό στρατοπέδου (ή μήπως νηπιαγωγείου σε εθνική εορτή; ), με μια αρμαθιά απ” όλα τα όχι που κανείς από τους έγκλειστους δεν είπε αυτά τα χρόνια, κρεμασμένα σε ένα τσιγκέλι, αποχαιρετισμό και υπόμνηση και απειλή μαζί:

«Αυτή είμαι η πατρίδα σου.
Φύγε τώρα!»

(Η φωτογραφία είναι σημερινή, από την αίθουσα αναχωρήσεων του Αεροδρομίου της Μίκρας. Την έστειλε φίλος που φεύγει κι αυτός. Απαλλοτρίωσα κι εγώ μια γωνίτσα της, με τα σφαγμένα όχι να κρέμονται απ” τα τσιγκέλια, και σου τη στέλνω. Με φιλιά από κάπου μακριά, όπου έπιασε να βρέχει, κι έναν ανόητο που αναπολεί το στρατόπεδο.)

Φώτης

(Αγαπητέ Φώτη, απίστευτη η φωτογραφία. Σχολική εορτή την δεκαετία του ’50. Η Ελλάδα ποτέ δεν αλλάζει. Περίεργο, γιατί τα πτώματα αλλάζουν. Να είσαι καλά.)

Εγραψε ο Pitsirikos